Μίλερ, Άρθουρ

17/10/1915: Έρχεται στη ζωή ο συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ.

 

«Δουλεύεις μια ζωή να ξεπληρώσεις ένα σπίτι. Στο τέλος είναι δικό σου και δεν υπάρχει κανένας να ζήσει σ’ αυτό».

 

***

 

Ο Άρθουρ Μίλερ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1915 στη Νέα Υόρκη, ανατολικά της 12ης Οδού. Η οικογένειά του είχε εβραϊκές ρίζες και μεγάλωσε με θρησκευτική ανατροφή. Ο πατέρας του, Ισιντόρ Μίλερ, μετανάστης από την Πολωνία, είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία από μία βιοτεχνία και κατάστημα γυναικείων ρούχων, ενώ η μητέρα του, Ογκούστα Μπάρνετ, ήταν Αμερικανίδα που είχε εργαστεί ως δασκάλα στο δημόσιο.

Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας, με μεγαλύτερο τον Κέρμιτ και μικρότερη την Τζόαν, η οποία αργότερα ακολούθησε καριέρα στην υποκριτική. Πήγε στο δημόσιο σχολείο του Χάρλεμ και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1932, όντας μέτριος μαθητής με καλές επιδόσεις στον αθλητισμό. Εν τω μεταξύ, σε αντίθεση με την προηγουμένως οικονομικά άνετη και σχεδόν πλούσια ζωή τους, είχαν μετακομίσει στο Μπρούκλιν αφού η οικογένειά του είχε καταστραφεί οικονομικά από το Κραχ του 1929 στις ΗΠΑ, συνεπώς αναγκάστηκε να εργαστεί για να βγάλει χρήματα σε διάφορες δουλειές: τραγουδιστής σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, οδηγός φορτηγού, υπάλληλος καταστήματος ανταλλακτικών αυτοκινήτων στη 10η Λεωφόρο του Μανχάταν κ.ά. Η μόνη επαφή που είχε μέχρι τότε με τη λογοτεχνία ήταν κάποια από τα έργα του Άγγλου συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς, ενώ ώθηση για να αρχίσει να γράφει του έδωσαν οι «Αδερφοί Καραμαζώφ», του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.

Τιμές την αυγή

Το 1935 γράφεται στη Δημοσιογραφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, απ’ όπου αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα, έχοντας περάσει από σπουδές αγγλικής φιλολογίας και θεατρικής γραφής, όπου είχε καθηγητή τον Κένεθ Ρόου. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια, αρχίζει να ξεχωρίζει σαν συγγραφέας. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στη φοιτητική εφημερίδα «Michigan Daily», ενώ το 1936, κερδίζει το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό Χόπγουντ με το θεατρικό έργο «No villain», το οποίο το επεξεργάζεται και το παρουσιάζει για δεύτερη φορά το 1937, αυτή τη φορά με τον τίτλο «They too arise». Την ίδια χρονιά, ξανακερδίζει το βραβείο Χόπγουντ με το έργο «Τιμές την αυγή» («Honors at dawn»), χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Corona, από τη μάρκα της γραφομηχανής του. Από το 1938 ως το 1943 ακολουθούν άλλα πέντε θεατρικά έργα, τα οποία δεν έγιναν ιδιαιτέρως γνωστά ούτε ανεβάστηκαν από κάποιον επαγγελματικό θίασο.

Ο θάνατος του εμποράκου

«Ο θάνατος του εμποράκου» πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1949, καθιερώνοντας τον Μίλερ ως έναν γίγαντα του αμερικανικού θεάτρου, σε ηλικία μόλις 33 ετών. Το ίδιο έτος, γίνεται ο πρώτος που κερδίζει τρία βραβεία, το Βραβείο Πούλιτζερ, το Βραβείο Τόνι και το βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης.

Στα έργα του, ο Άρθουρ Μίλερ ποικίλει σε ύφος, μεταβαίνοντας από το ρεαλισμό στον εξπρεσιονισμό («Ο θάνατος του εμποράκου») και τον ιμπρεσιονισμό («Μετά την πτώση»). Όσον αφορά τις πηγές έμπνευσης και επιρροής του, είχε δηλώσει ο ίδιος ότι αποτελούσε πρότυπό του η αρχαία ελληνική τραγωδία, ενώ φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί πολύ και από το έργο του Ίψεν. Ανανέωσε το «κοινωνικό δράμα», καταγγέλλοντας τα οξεία ζητήματα της εποχής του και ασκώντας κριτική στην αμερικανική κοινωνία: στο ρατσισμό της, την κερδοσκοπία, τη μισαλλοδοξία και την αναισθησία μπροστά στην αποτυχία και ανημποριά.

Ο Άρθουρ Μίλερ έφυγε από τη ζωή στις 10 Φεβρουαρίου 2005, σε ηλικία 89 ετών. «Τι περιμένω πια από τη ζωή μου ύστερα από ένα βραβείο Πούλιτζερ; Μα, φυσικά, το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Δεν σκοπεύω να πεθάνω αν δεν το αποκτήσω!» είχε δηλώσει. Τελικά, δεν κατάφερε να το αποκτήσει…

Πηγή: Film&Theater

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.