Δημήτρης Μητροπάνος

2/4/1948: ‘Ερχεται στη ζωή ο Δημήτρης Μητροπάνος, ένας από τους σπουδαιότερους λαϊκούς ερμηνευτές.

***

Ο Δημήτρης Μητροπάνος αποτελούσε, από μόνος του, μια ειδική κατηγορία στο ελληνικό τραγούδι. Μια φωνή αντρίκεια, ιδιαίτερη, με τους ιδιότυπους –χαρακτηριστικότατους όμως– παρατονισμούς. Ένα πρόσωπο που παλλόταν στις νότες και την εκφορά του λόγου και διοχέτευε, κατά κύματα, την ένταση μέχρι και στην τελευταία φλέβα των δακτύλων του. Ακόμη και όταν καθόταν, ακίνητος σχεδόν, μορφή δωρική, στη σκηνή. Ήταν ένας τραγουδιστής που η πορεία του θα μπορούσε να γράψει μία ιστορία του ελληνικού τραγουδιού παράλληλη και αυτόνομη προς εκείνην που έχουν χαράξει στη μνήμη μας οι μουσικές «ομάδες» ή «κατηγορίες» του.

Αλλά είχε ένα «κουσούρι»: δεν μιλούσε πολύ. Ή, μάλλον, μιλούσε ελάχιστα. Λακωνικός, δωρικός όπως και στη σκηνή, φαινόταν και ήταν ένας άνθρωπος-καλλιτέχνης κλεισμένος στον δικό του κόσμο, καθόλου αγγελικά πλασμένο, αν κρίνει κανείς από την ιστορία του. Που είναι σχεδόν όλη η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Δεν μιλούσε πολύ και ας είχε φιλτράρει στον ηθμό του μυαλού του και της καρδιάς του αυτή την ιστορία που την είχε κάνει ενέργεια η οποία δονούσε αυτήν την ιδιότυπη, παρεκκλίνουσα από τα δυτικά στερεότυπα φωνή του. Κι ας είχε πολλά να πει. Είχε σχηματισμένη άποψη για τα πράγματα γύρω, εξακολουθούσε να διυλίζει τις εμπειρίες της ζωής και της τέχνης του, αλλά κατά κανόνα σιωπούσε. Ακόμη κι όταν βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον, δεν ανοιγόταν εύκολα και, κυρίως, δεν μιλούσε για τον… Δημήτρη Μητροπάνο. Προτιμούσε να χαίρεται σιωπηλά, με νεύματα, τη συνεύρεση και ας μη γινόταν, εύκολα, συζήτηση.

«Ήταν πάντα έτσι» παραδεχόταν σε μια συνέντευξή μας το ’99. Ακόμη και στις δύσκολες ημέρες, στη συνοικία Αγία Μονή των Τρικάλων (τη «Μικρή Μόσχα», όπως την έλεγαν, «γιατί όλοι εκεί ήταν αριστεροί»). «Οι μισοί ήταν εξορία, τότε» ξεκίνησε την αναδρομή του μισοκλείνοντας τα μάτια στις σκέψεις του. «Οι άλλοι μισοί στις φυλακές, ενώ άλλοι,
όπως ο πατέρας ο δικός μου, είχαν φύγει έξω». Τα πράγματα δυσκόλευαν και το 1964 ο Δημήτρης Μητροπάνος δεν είχε πια άλλη λύση: έπρεπε να αφήσει τα Τρίκαλα, την ποδοσφαιρική ομάδα του, τον Άρη Αγίας Μονής, τη χορωδία του Αγίου Αθανασίου και να κατεβεί στην Αθήνα, στον θείο του, που είχε βγει κι εκείνος από τη φυλακή. «Ήταν χρόνια στερημένα εκείνα» έλεγε «αλλά μακάρι και τα δικά μου τα παιδιά να ζούσαν μ’ αυτή τη γειτονιά, την παρέα, την αυλή. Ακόμη έχω φίλους από εκείνες τις στερημένες εποχές. Και για να πω την αλήθεια, δεν μας φαινόταν και πολύ η στέρηση γιατί όλοι βράζαμε στο ίδιο καζάνι».

Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης, «Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές», εκδόσεις Ιωλκός, σελ. 269-271.

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.