«Εσωτερικές ανασκαφές» & «Ο πυρήνας της ζωής» | Κριτική | Fractal

Κριτική του Γιώργου Φρέρη για τις ποιητικές συλλογές «Εσωτερικές ανασκαφές» (εκδόσεις Ιωλκός, 2019) και «Ο πυρήνας της ζωής» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), της Θεοδώρας Τσακιρίδη, δημοσιευμένη στο Fractal.

 

«Μην καταστρέφετε τις εικόνες μου»
Γράφει ο Γιώργος Φρέρης // *

 

Η Θεοδώρα Τσακιρίδη δημοσίευσε δύο ποιητικές συλλογές στις εκδόσεις Ιωλκός. Η πρώτη, Εσωτερικές ανασκαφές, το 2019 και η δεύτερη, το 2022, Ο πυρήνας της ζωής. Και οι δύο έχουν κοινωνικό-βιογραφικό χαρακτήρα, χρησιμοποιούν τον ελεύθερο πεζό στίχο κι επικεντρώνονται σε απτά προβλήματα της καθημερινότητας και της προσωπικής ζωής ενώ διακρίνονται για την αυθεντικότητα που εκφράζει το εγώ.

Εσωτερικές ανασκαφές

Η πρώτη της συλλογή, αποτελείται από τριάντα ποιήματα, που χωρίζονται σε δύο μεγάλες ενότητες και υποδιαιρούνται σε άλλα μικρότερα, καθώς το ένα στάδιο προϋποθέτει το προηγούμενο. Αυτή η καθαρά, λογική ή μαθηματική ματιά, προσδίδει νοηματικά μια αρμονία που έχει αρχή και τέλος, συμβάλλει στην ανάδειξη του γενικού προβληματισμού της ποιήτριας, που δεν είναι άλλος από το να παρουσιάσει και να υποδείξει στον αναγνώστη πως διαμορφώθηκε η ψυχοπνευματική της αντίληψη για τη ζωή, περνώντας από την απαισιοδοξία στην αισιοδοξία.

Στην ουσία έχουμε διάφορες εσωτερικές διαβαθμίσεις της δόμησης της ζωής, που ο ποιητικός λόγος εμφανίζει να κινούνται προς την κατεύθυνση της αποτύπωσης του εσώτερου εαυτού της, αφού καταγράφουν τον τρόπο αποφυγής των διαφόρων διαδρομών που μας παρασύρουν προς την ψυχολογία του όχλου, χάνοντας την προσωπική μας οντότητα ή ταυτότητα. Η Τσακιρίδη έχει πλήρη συναίσθηση της σημερινής νοσηρής κοινωνικής κατάστασης και υποδεικνύει, αναζητώντας ταυτόχρονα τη λύση, πως θα πρέπει να δράσει κάποιος στις μέρες μας, αν επιδιώκει ν’ αντισταθεί στη γενική απαισιόδοξη χαοτική εικόνα της κοινωνίας.

Αδιέξοδα

Γνωρίζει καλά τις διαδρομές που παρασύρουν, κυρίως τους νέους, σε αδιέξοδα, σε περιοχές όπου κυριαρχεί η έλλειψη επικοινωνίας και ψυχικής επαφής κι επιχειρεί μια έμμεση σκιαγράφηση της εποχής, προσφέροντάς έναν κριτικό προσανατολισμό, ιδίως με τους τελευταίους στίχους του κάθε ποιήματος, που γίνονται πιο υπαινικτικοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν η ποιήτρια αναρωτιέται γιατί ο κόσμος τρέχει συνεχώς στο διάβα της ζωή του, να προλάβει τι, για να δώσει την αιχμηρή κι οδυνηρή απάντηση: Τότε και μόνο τότε σταματάνε / γιατί είναι οι επόμενοι / που περιμένουν στη σειρά (σ. 16).

Αυτή η διάθεση της ποιήτριας να αναζητήσει πως δομείται και λειτουργεί η τρέχουσα πραγματικότητα, τη διευκολύνει να δώσει μια έμμεση συμβουλευτική διάσταση, στο μέτρο και στο βαθμό που αυτή η κριτική δρα καθοδηγητικά και διαφωτιστικά, δείχνοντας στην ουσία τη λύση προκειμένου το άτομο να συνειδητοποιήσει την ύπαρξή του. Αυτός ο συμβουλευτικός χαρακτηρισμός της ποίησης προβάλλεται με τον αυστηρό διαχωρισμό σε ενότητες των 30 ποιημάτων που συνθέτουν την ποιητική συλλογή: σε τρεις αρνητικές (αλλοτρίωση, μοναξιά, φυγή) και σε τέσσερις θετικές (θέληση, πεπρωμένο, αποδοχή και σιωπή), που όλες μαζί συνυφαίνουν τον έντονο κι ειλικρινή προβληματισμό της.

Aισιοδοξία μέσω μιας σκληρής και μαύρης θεώρησης της πραγματικότητας

Με στίχους μεστούς, που διαθέτουν τόνο και ρυθμό, ο αναγνώστης εντοπίζει νότες αισιοδοξίας μέσω μιας σκληρής και μαύρης θεώρησης της πραγματικότητας, καθώς διατυπώνει τη σημερινή εύκολη αλλοτρίωση του ατόμου, την προσωπική κοινωνική του απομόνωση, όπου αντιπαραθέτει ως λυτρωτικά όπλα, τη θέληση, την εναντίωση στο πεπρωμένο, την εσωτερική απελευθέρωση και τη σιωπή ως μια μαρτυρία της σημερινής κοινωνίας που παραβλέπει κι απαξιώνει όλα αυτά, αλλά κι ως καταφύγιο προσωπικό: Δε θέλει άλλες σκοτούρες. / Η σιωπή είναι πάντα / ο πιο ασφαλής δρόμος / για να γλιτώσει τη θυσία (σ. 61).

Η αίσθηση που αφήνει η πρώτη ποιητική συλλογή της Τσακιρίδη, είναι ότι περιγράφει την εσωτερική της αγωνία, τον φόβο της για το αύριο χωρίς την παραμικρή προφητεία αυτοκαταστροφής. Αντίθετα περιγράφεται μια μελλοντική προοπτική, υπάρχει μια ξεκάθαρη πρόκληση αντίδρασης, ένα κέντρισμα για το μέλλον, μια καλή αφορμή, τόσο για την ίδια όσο και για τον αναγνώστη, μια δράση αποτελεσματική στο απαισιόδοξο σημερινό κλίμα, αφού τα ποιήματά της οδηγούν σε μια κατάληξη και σε μια αφετηρία. Το τέλος αποτυπώνεται με την πραγματικότητα να παρουσιάζεται, να εμφανίζεται μεταλλαγμένη, σαν μια νέα αρχή που εναπόκειται πλέον στον αναγνώστη να την υιοθετήσει.

Εγχειρίδιο ζωής

Η καθαρότητα του λόγου, το ευθύβολο νόημα των ποιημάτων της, η λεπτή αδιόρατη ειρωνεία που συχνά αναδύεται από την ποιητική αφήγηση, το θάρρος της ποιήτριας να εκφράζει ευθαρσώς τα όσα σκέπτεται, συντελούν ώστε να απομυθοποιηθεί η σημερινή ωραιοποίηση της πραγματικότητας, ενώ η περιγραφή της αυτούσιας κατάστασης εμφανίζεται σαν μια αυτοκριτική, σαν ένας αυτοέλεγχος, καθιστώντας το έργο ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αφού γίνονται ξεκάθαρα αντιληπτοί οι μηχανισμοί που συμπαρασύρουν τους ανθρώπους σε καταστάσεις που αποδεικνύονται επιφανειακές και ανούσιες.

Απ’ αυτόν τον διπλό συνδυασμό αλλά κι από την έντονη λειτουργία μιας συνείδησης σε διαρκή εγρήγορση, μιας πάλλουσας και ζωντανής σκέψης που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων, αρνούμενη να παραιτηθεί, να παγιδευτεί ή να αποκοιμηθεί, προκύπτει πως η πρώτη ποιητική συλλογή της Θ. Τσακιρίδη μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα εγχειρίδιο ζωής. Την απαράδεκτη σημερινή κατάσταση η ποιήτρια επιχειρεί να την κομματιάσει, τοποθετώντας κάθε της ποίημα απέναντι σε καταστάσεις που αυτά τα «παράλογα» στοιχεία δημιουργούν. Και μες στο όνειρο ετούτο δημιουργώντας / πραγματικότητες ουτοπικές / μια φωνή μέσα σου σε καλεί / ξυπνώντας μια γλυκιά ανάμνηση / το αδύνατο να κάνεις πράξη (σ. 60).

Ο πυρήνας της ζωής

Διαφορετικό είναι το ποιητικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η Τσακιρίδη, στη δεύτερη ποιητική της συλλογή, Ο πυρήνας της ζωής, το 2022, αφιερωμένη στον πατέρα της που της «έμαθε την αλφάβητο της ζωής». Σ’ αυτό το έργο, που το συνθέτουν 42 ποιήματα, δεν υπάρχουν υποδιαιρέσεις, εκτός από το τελευταίο ποίημα, με τίτλο, «Αφιέρωμα», αποτελούμενο από πέντε μεγάλα ποιήματα. Στη συλλογή αυτή κυριαρχεί ο στοχασμός, απόρροια ενός απρόσμενου δυσάρεστου γεγονότος, ένας συλλογισμός αυθόρμητος κάτω από την επιρροή ενός καλά ελεγχόμενου συναισθηματισμού που μετατρέπει το έργο σε μια διανοητική ελεγεία, σε μια προσωπική αναζήτηση του «πυρήνα της ζωής», όπως φαίνεται κι από τον τίτλο της συλλογής.

Η ποιήτρια γνωρίζει πολύ καλά τα όρια της γλώσσας όπως κι αυτά του κόσμου, οπότε δομεί τη σκέψη της πάνω στο φαινόμενο της ύπαρξης, αποφεύγοντας αφορισμούς, υπενθυμίζοντας συνεχώς στον αναγνώστη πως η ζωή είναι «αχρονική» -ο άνθρωπος εφηύρε το χρόνο και το χώρο- γι αυτό και η ζωή διακατέχεται από μια άνευ όρων ελευθερία: Υπαρξιακά φίδια μάς ζώνουν / μα, όντας χωρίς συναισθήματα, / στο θλιβερά μονότονο ουρανό μας, / εξευτελίζουμε κάθε καθαρή αγάπη, / κάθε ξεχείλισμα συμπόνιας, / κάθε ίχνος αστείρευτης ελευθερίας (σ. 11). Αισθητικά κατασταλαγμένη, με το διακριτό καλλιτεχνικό της ύφος, ως ήρεμη δύναμη, οπλισμένη μ’ ένα ψυχικό εύρος που ξαφνιάζει, η ποιήτρια καθιστά τον λυρισμό ένα όπλο αμυντικό, διαπιστώνει πως ο νεκρός πατέρας σαν «άσφαιρος εκτελεστής … διαμόρφωσε» τη ζωή της (σ. 12), πως της κληροδότησε να νιώσει την κάθε μέρα σαν μια «ώριμη χροιά της παιδικής φωνής» (σ. 14), άσχετα αν τώρα νιώθει ξαφνικά να έχει προσγειωθεί «σε κόσμο χωρίς όνειρα» (σ. 15).

Εσωτερική διαδρομή

Η Τσακιρίδη μας εκμυστηρεύεται το νέο της κόσμο, μας φανερώνει την εσωτερική της διαδρομή όπου με πόνο και έντονη θλίψη συναρμολόγησε τη νέα πραγματικότητα για να αντέξει σε καινούργιες καταστάσεις που προέκυψαν και να δραπετεύσει από την απαισιόδοξη όψη που κυριαρχεί όταν χάνει κανείς τους γονείς του, στη νέα συνειδητοποιημένη κατάσταση που προέκυψε μετά το θλιβερό συμβάν, «γιατί τα αύριο κοιμήθηκαν αγκαλιά με την απάθεια / και γέμισαν το σήμερα δυστυχισμένες ψυχές» (σ. 16). Περνά δηλαδή, παρά τον ανείπωτο πόνο και την ατέρμονη λύπη, στη δράση, επιμένει στην εσωτερική δύναμη που αναδύεται από την προσωπική προσπάθεια αναζήτησης μιας λύσης σε ανθρώπινα πλαίσια: «Ξορκίζω το κακό με εσωτερικές ανασκαφές / ψάχνοντας στα ενδότερα της ύπαρξης / μία σταγόνα ανθρωπιάς, / αυτή που πάντα καθώς θα διαλύεται, / υποψία δροσιάς θα προσφέρει» (σ. 21).

Προκειμένου να λυτρωθεί από τη θλίψη της απουσίας του πατέρα, από το άγχος της νέας κατάστασης που βιώνει, η ποιήτρια αναμιγνύει τις μνήμες της με το παρόν, φορτίζει τον φιλοσοφικό της στοχασμό, για να διατυπώσει, από τις νέες δυσκολίες, τον προσωπικό της καημό, τη δική της θέση, που συνοψίζεται σε μια ξεκάθαρη άποψη, ταπεινή, αλλά καθόλου απαισιόδοξη: Στων ατέλευτων εμπειριών τον καινούριο πλανήτη / ποτίζουμε κάθε μέρα το μικρό μας λουλούδι (σ. 29), καταλήγει.

Αλλαγή

Έχοντας συνεπώς αποκτήσει δύναμη και πείρα απ’ αυτήν τη δοκιμασία, έχοντας συνειδητοποιήσει πως η ζωή της άλλαξε, χωρίς προσποίηση, χωρίς αλαλαγμούς ή μοιρολατρικά κλαψουρίσματα, η ποιήτρια διαπιστώνει πως διαθέτει μια ώριμη κληρονομιά: «το γόνιμο χωράφι της ιστορίας σπάρθηκε» οπότε κι αναρωτιέται: «Μα ποιος θα έχει τη γνώση τους καρπούς του να γευτεί;» (σ. 32) ενώ συνεχίζει εξομολογητικά να πληροφορεί τον αναγνώστη πως σ’ αυτήν τη νέα κατάσταση που άλλαξε τη ροή της ζωής, αναζητά «την ειρήνη στην εξοντωθείσα αρμονία» (σ. 34), κι απορεί που βρήκε τη δύναμη κι αντιμετώπισε την όλη υπόθεση με στωικότητα, συνεχίζοντας ατάραχη την πορεία της στη ζωή: «ποια ανίκητη δύναμη / μεταμόρφωσε τον εαυτό μας σε ανίκητο θεριό;» (σ. 35), για να μας παραθέσει, χωρίς τυμπανοκρουσίες το δικό της «Πιστεύω», αποτέλεσμα των κοινωνικών τραυμάτων που βίωσε στα πλαίσια της κρίσης που πέρασε: «Προσδοκώ την αιώνια ζωή των ιδεών / που καθοδηγούν την ανθρώπινη ευαισθησία / και διαμορφώνουν την προτομή της εύπλαστης συνείδησης» (σ. 41) μας λέει.

«Μονάχα με θάνατο κερδίζεται η ζωή. / Μονάχα με ζωή κερδίζεται ο θάνατος»

Γίνεται ολοφάνερο πως η τέχνη, και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Ποίηση, τη βοηθά να ξεπεράσει το φάσμα του πόνου, πως ο ποιητικός στοχασμός τη διευκόλυνε και τη λύτρωσε, επουλώνοντας κάθε της ψυχικό τραύμα, πως η γλώσσα, ο λόγος, στους οποίους εμπιστεύθηκε τον καημό της, της έδωσαν τη δυνατότητα να προσδώσει έναν άλλο δυναμισμό στη σκέψη της, να δει διαφορετικά τον κόσμο, να διακρίνει με νέα ματιά τη ζωή, τη νέα πραγματικότητα, μετά το τραγικό συμβάν από την απώλεια του πατέρα της που τώρα τον αναγνωρίζει ως πρότυπο του νέου ξεκινήματος στη δική της ζωή: «Μονάχα με θάνατο κερδίζεται η ζωή. / Μονάχα με ζωή κερδίζεται ο θάνατος» (σ. 47) για να μας καταθέσει γρήγορα την αποφασιστικότητά της, αν όχι να συνεχίσει τον αγώνα του, σίγουρα να μιμηθεί την ακατάπαυστη προσπάθεια εκείνου για δράση, όχι αποκλειστικά προσωπική αλλά κυρίως κοινωνική: «Οι ασυνάρτητες λέξεις που χρόνια προσπαθούσαν / να αποκτήσουν υπόσταση στα μάτια μου / τώρα χύνονται ολάκερος χείμαρρος μπροστά μου: / Η ζωή είναι αγώνας και ο αγώνας ζωή!» (σ. 50) διαπιστώνει, για να καταδικάσει «τα διάφορα παραπροϊόντα» που συμβάλλουν στην «απόλαυση του παρόντος» (σ. 52).

Συντροφιά το «πλήθος»

Με συντροφιά το «πλήθος», αλληγορία της κοινωνικής ζωής, που «πια δε με τρομάζει» (σ. 55) όπως ισχυρίζεται, με συντροφιά λοιπόν τη θύμηση των ιδανικών του νεκρού πατέρα που την εμπνέουν, δίνει την υπόσχεση να ενταχθεί, μέσω της ποίησης, μέσω της τέχνης, στον αγώνα, ώστε «όταν η τελευταία μου σταγόνα εξαντληθεί / μαζί με το κρασί της αιώνιας ευτυχίας / θα’ χω προλάβει να στείλω το πανανθρώπινο μήνυμα / της πίστης στην προαιώνια αγάπη». Αυτήν την απόφαση τη στηρίζει και τη δικαιολογεί: «γεννήθηκα για να μεταφέρω / το μήνυμα κάθε σύμπαντος σε κάθε ψυχή» (σ. 57).

Ωστόσο κι αυτή η τελευταία σκέψη της είναι αβέβαιη, αφού σε καμιά περίπτωση δεν επιθυμεί, όπως αμέσως μας ομολογεί, να γίνει «θεατής της ζωής [μου] και της ζωής των άλλων», άσχετα αν η τέχνη συμβάλλει ώστε να κλείσει η ανοιχτή πληγή «κάνοντας το χρέος της να [τη] μεγαλώσει» (σ. 58-59).

«Αφιέρωμα»

Η μόνη ορθή βεβαιότητα που κατέχει η ποιήτρια είναι να μην καταστραφεί η μνήμη που διατηρεί με τον τρόπο της. Οπότε ο αναγνώστης κατανοεί απόλυτα την έντονη επιθυμία της όταν ικετεύει: «Μην καταστρέφετε τις εικόνες μου» γιατί αυτές διαμορφώνουν την φανταστική μετά το θάνατό του ενηλικίωσή της. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Τσακιρίδη πλάθει μια ποιητική που αν κι εστιάζεται στην καθημερινότητα, τη μετατρέπει σε μια μεταφυσική παραλλαγή, γεγονός που συντελεί ώστε να απαλυνθεί ο πόνος της απώλειας και κατ’ επέκταση η νοσταλγία για το αγαπημένο πρόσωπο: «Γιατί, αν από κάθε εικόνα το δέντρο της καεί, / μονάχα ένα ρημαγμένο τοπίο θα απομείνει, / μονάχα μια ζωή δίχως το ζωοδόχο νόημα» (σ. 61) μας καταθέτει.

Κάτι που διακρίνεται κυρίως στο τελευταίο μεγάλο της ποίημα με τίτλο «Αφιέρωμα», όπου 5 εκτενή ποιήματα συνθέτουν ένα διάλογο με τον απόντα νεκρό πατέρα, που αδυνατώντας να της απαντήσει στα ερωτήματα που του θέτει -πιθανόν γιατί δεν πρόλαβε να του τα θέσει όσο ήταν εν ζωή- είναι μια συνομιλία που η τεχνική της ποιήτριας την μεταπλάθει σε πραγματικότητα που δεν ακυρώνεται. Ο ιδιαίτερος αυτός διάλογος, με τα εύλογα ερωτήματα και τις ήρεμες διαπιστώσεις κι αποφάσεις που λαμβάνει, συντελούν ώστε να αναδειχτεί η οικειότητα της απουσίας.

«η ζωή και το μέλλον πλάστηκαν μονάχα / για να συνεχιστεί η εικόνα της ποίησης: / η Δημιουργία»

Από το απλό αρχικό ερώτημα: «Είμαι σίγουρη πως θα περπατώ στο δρόμο / ψάχνοντας κάποιο κομμάτι που μου άφησες, / κάποιον εαυτό που περίμενες να βρω / την απόφαση που ποτέ δεν πήρα» (σ. 62), έχει πλέον σιγουρευθεί πως «η ζωή και το μέλλον πλάστηκαν μονάχα / για να συνεχιστεί η εικόνα της ποίησης: / η Δημιουργία» (σ. 65), συμβιβάζεται με την ιδέα της ταύτισης των απόψεών του, διαβεβαιώνοντάς τον πως θα συνεχίσει το δίκαιο αγώνα του, «Δε θα μπορέσω να σε ξαναδώ, / αλλά σε βλέπω κάθε μέρα σε μένα» (σ. 67), προσθέτοντας πως η απόφασή της αυτή την καθησυχάζει απόλυτα αφού παραδέχεται πως «είδα πως ό,τι όμορφο πάνω μου / θυμίζει εσένα και ηρέμησα» (σ. 69), γεγονός που της επιτρέπει όχι μόνο να βρει τη γαλήνη αλλά κυρίως να διατηρήσει «ζωντανή τη μνήμη / που δεν πρέπει ποτέ να πεθάνει» (σ. 71).

Ταξινομημένες αναμνήσεις

Μ’ αυτούς τους στίχους τελειώνει η δεύτερη ποιητική της συλλογής γραμμένη με αφορμή το θάνατο του πατέρα, πρόσωπο κεντρικό στη μνήμη και στη στάση ζωής που ακολουθεί. Πρόκειται για έργο, με ταξινομημένες αναμνήσεις της ζωής της, με πληγές που επουλώθηκαν χάρη στη διατήρηση της μνήμης, για έργο με φόντο και πεδίο αναφοράς την επιρροή ενός προσφιλούς ατόμου στον εαυτό της.

Όσα διατυπώνει είναι απόρροια της μνήμης που διατηρεί για εκείνον, είναι συνέπεια του θαυμασμού της για τον γνήσιο αγώνα του, που την ωθεί να τον συνεχίσει μέσω της ένταξής της στην ποίηση, με τη διττή έννοια του όρου, της μορφής του έντεχνου λόγου και της δημιουργίας, θέτοντας έμμεσα υπαρξιακά θέματα, επιχειρώντας να απαντήσει σε ερωτήματα σχεδόν αναπάντητα, αναζητώντας διεξόδους διαφυγής, παρακάμπτοντας το τετριμμένο, το θολό, το δήθεν βέβαιο. Η Τσακιρίδη προσπαθεί με ιδιαίτερα προσεγμένη γραφή, ορθά διατυπωμένη, ελέγχοντας τα συναισθήματα και δαμάζοντας τη θλίψη, να εκφράσει με πλήρη συνείδηση πως η ζωή είναι ελλιπής κι έχει νόημα μόνο όταν κανείς στηρίζεται σε γερά θεμέλια, στις ρίζες του, και συνεχίζει να φυτεύει οδόσημα σ’ όλη τη διάρκεια του βίου του.

* Ο καθηγητής Γιώργος Φρέρης δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (1973-85) και στο Α.Π.Θ. (1985-2013). Έχει δημοσιεύσει δέκα ποιητικές συλλογές και μετέφρασε στην ελληνική πολλούς Γάλλους ποιητές και στη γαλλική Έλληνες δημιουργούς.

 

 

Πηγή: Fractal

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.