Camera obscura | Βάνια Σύρμου

Ο Θανάσης Αγάθος γράφει για τη συλλογή διηγημάτων «Camera obscura» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), της Βάνιας Σύρμου στο περιοδικό The Books Journal (τχ. 147, Νοέμβριος 2023).

 

Συλλέκτρια στιγμών

Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΑΓΑΘΟ

Θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας όπως η οικονομική κρίση της δεκαετίας 2010-2020 και τα κοινωνικά της παρεπόμενα, η πανδημία και οι καραντίνες των τριών τελευταίων ετών συνυπάρχουν με θέματα διαχρονικά, όπως τα υπαρξιακά αδιέξοδα, ο έρωτας, η φιλία, η αλλοτρίωση και η μοναξιά, η διάψευση των νεανικών οραμάτων… Ένα ανήσυχο αισθητικό σύμπαν.

Η συλλογή διηγημάτων Camera obscura της Βάνιας Σύρμου αποτελείται από 40 μικροδιηγήματα, των οποίων η έκταση κυμαίνεται μεταξύ μιας παραγράφου και επτά σελίδων. Camera obscura λοιπόν, τίτλος της συλλογής και τίτλος συγκεκριμένου διηγήματος, σκοτεινός θάλαμος, παραπομπή στον ζωγράφο Γιοχάνες Βερμέερ και στην αναπαραστατική ακρίβειά του, την οποία και η ίδια η συγγραφέας χρησιμοποιεί για να προσεγγίσει τις μικροϊστορίες της και τους ήρωές τους, μέσα από κομβικές στιγμές της ζωής τους, στιγμές που απαθανατίζει συχνά αντεστραμμένες, μέσα από ποικίλες ανατροπές που ωθούν τους ήρωες στην αναμέτρηση με τον εσώτερο κόσμο τους, οδηγώντας τους στην καταστροφή ή, σπανιότερα, στην αυτογνωσία.

Στιγμές μελαγχολίας, απόγνωσης και ερέβους διαδέχονται στιγμές ευφροσύνης, ελπίδας και φωτός, υπενθυμίζοντας ότι η ζωή περιέχει τα πάντα. Η μνήμη εναλλάσσεται με τη λήθη, η δράση με την αδράνεια, η κατάφαση με την άρνηση. Οι χαρακτήρες των διηγημάτων της Σύρμου, τοποθετημένοι άλλοτε στο αστικό τοπίο και άλλοτε στο αγροτικό τοπίο, διαλέγονται συνεχώς με το παρελθόν τους, κάνοντας απολογισμό της ζωής τους και νοσταλγώντας πρόσωπα, γεγονότα και τόπους, αναδιηγούvται εμπειρίες επώδυνες ή ευχάριστες, ξαναζούν όνειρα και εφιάλτες και ζωντα­νεύουν φαντάσματα.

Η πλούσια ανθρωπογεωγραφία της Camera obscura περιλαμβάνει άντρες και γυναίκες μέσης ηλικίας που επιχειρούν απεγνωσμένα να ξεκαθαρίσουν λογαριασμούς με τους γονείς, τα παιδιά και τους συντρόφους τους, κουρασμένους κατοίκους των μεγαλουπόλεων που αντιλαμβάνονται τις διαψεύσεις και τις ματαιώσεις μιας ολόκληρης ζωής και ονειρεύονται ταξίδια, πριν προσγειωθούν ανώμαλα στη σκληρή πραγματικότητα, ηλικιωμένους που βυθίζονται στην άνοια, επιχειρηματίες που βρίσκονται σε απόλυτο οικονομικό αδιέξοδο, μαθητές με παραβατικές συμπεριφορές, αλλά και ανθρώπους που κατορθώνουν να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους, που απολαμβάνουν τις χαρές της καθημερινότητας, την επικοινωνία με τη φύση και τη συντροφιά των κατοικίδιων ζώων τους, γυναίκες που αποφασίζουν να αντιδράσουν σε κακοποιητικές συμπεριφορές και να υφάνουν ξανά τη ζωή τους με δικό τους νήμα, γιαγιάδες που υφαίνουν στον αργαλειό και αφηγούνται υπέροχες ιστορίες, άτεκνα ζευγάρια που αποκτούν παιδιά μέσω παρένθετης μητέρας, νεαρούς άντρες και γυναίκες που ανακαλύπτουν τη χαρά και την ελπίδα στο μπαλκόνι ενός διαμερίσματος και στον ακάλυπτο μιας πολυκατοικίας, μαθητές ακριτικών νησιών που βοηθούν καθοριστικά στον απεγκλωβισμό προσφύγων και μεταναστών και αντιλαμβάνονται το ουσιαστικό νόημα της παραδοσιακής στολής που φορούν στην παρέλαση.

Ο χώρος, στην περιγραφή του οποίου η συγγραφέας αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα, λειτουργεί άλλοτε δεσμευτικά και άλλοτε λυτρωτικά για τους χαρακτήρες των διηγημάτων. Δεν έχει τελικά σημασία εάν ο χώρος είναι εσωτερικός ή εξωτερικός, υπαινίσσεται η Σύρμου, αυτό που μετράει είναι η διαχείρισή του από τον άνθρωπο και η εναρμόνισή του με τον εσώτερο κόσμο του και τις ανάγκες του: για παράδειγμα, η ηρωίδα του διηγήματος «Δελτίο καιρού» πιστεύει αρχικά ότι θα χαράξει μια καινούρια πορεία στο νησί, αλλά έξι χρόνια αργότερα συνει­δητοποιεί ότι είναι εγκλωβισμένη σε αυτό, ενώ η ηρωίδα του διηγήματος «Μιλώντας με το δέντρα» είναι ευτυχισμένη ως δασκάλα των λιγοστών μαθητών ενός ακριτικού νησιού και δεν χάνει ποτέ τη διάθεση να επικοινωνεί με τα δέντρα. Αντίστοιχα, στο διήγημα «Τυφλόμυγα» η ηρωίδα βιώνει την κοινωνική απομόνωση της πρόσφατης καραντίνας μέσα στο «στενόχωρο δυάρι της», το οποίο γνωρίζει πια τόσο καλό, ώστε αποφασίζει να παίξει τυφλόμυγα μέσα σε αυτό (σ. 43), ενώ στο διήγημα «Αllegro forre στον ακάλυπτο» ο ήρωας γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο της νεαρής πιανίστριας του απέναντι διαμερίσματος.

Η Σύρμου καλεί τον αναγνώστη να μπει σε μια διαδικασία διάδρασης με τους χαρακτήρες των διηγημάτων της, να προβληματιστεί πάνω στο παρελθόν και το παρόν τους και να συναγάγει συμπεράσματα για το ενδεχόμενο μέλλον τους, ειδικά σε ορισμένα διηγήματα με ανοιχτό τέλος όπου λιγότερα λέγονται και πολύ περισσότερα αποσιωπώνται ή υπονοούνται.

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας όπως η οικονομική κρίση της δεκαετίας 2010-2020 και τα κοινωνικά της παρεπόμενα, η πανδημία και οι καραντίνες των τριών τελευταίων ετών συνυπάρχουν με θέματα διαχρονικά, όπως τα υπαρξιακά αδιέξοδα, ο έρωτας, η φιλία, η αλλοτρίωση και η μοναξιά, η διάψευση των νεανικών οραμάτων, η παντοδυναμία της μνήμης, η νοσταλγία του χαμένου παραδείσου της παιδικής ηλικίας, η διαχείριση της απώλειας, η θλίψη της τρίτης ηλικίας, η ενδοοικογενειακή βία.

Τα μικροδιηγήματα της συλλογής μαρτυρούν την αγάπη της Σύρμου για τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Διακειμενικές αναφορές, ενσωματωμένες οργανικά στις μικροϊστοίες της, όπως η Οδύσσεια του Ομήρου, Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων του Λιούις Κάρολ, Η Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι του Mίλαν Κούvτερα, συνυπάρχουν με αναφορές σε ζωγράφους όπως ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, ο Γιοχάνες Βερμέερ. Και ορισμένοι από τους χαρακτήρες των διηγημάτων, άλλωστε, βρίσκουν καταφύγιο στη γραφή, στην ανάγνωση και στη ζωγραφική: στο διήγημα «Το σημάδι», το παιδί που κάποτε υπήρξε ο παππούς Αχιλλέας κρατά ημερολόγιο για να αντιμετωπίσει τη σκληρότητα και τον εκφοβισμό των συμμαθητών του και ο εγγονός του γράφει ιστορίες για παιδιά· στο διήγημα «Η ανάγνωση» η ηρωίδα «διαβάζει» στη νεκρή της κόρη αποσπάσματα από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, και στο συντομότατο διήγημα «Με μια σχεδία», ο μικρός Ανδρέας προσπαθεί να αποδράσει από τη ζοφερή πραγματικότητα του οικογενειακού σπιτιού ζωγραφίζοντας μια σχεδία, «ίδια με του Οδυσσέα, όπως την είχε φανταστεί το πρωί στο μάθημα των Αρχαίων» (σ. 96).

Εξίσου έντονο, αν όχι εντονότερο, είναι το ενδιαφέρον της συγγραφέως για τη φωτογραφία. Στο «Πρόσωπα και προσωπεία» μια μεσήλικη γυναίκα αναγνωρίζει σε μια φωτογραφία που βλέπει σε μια έκθεση τον νεανικό εαυτό της και μια ερωτική ιστορία που τέλειωσε πριν καλά-καλά αρχίσει, ενώ το διήγημα «Συλλέκτης στιγμών» είναι ένας ύμνος στη μαγική δύναμη της φωτογραφίας, με ήρωα έναν φωτογράφο παλαιάς κοπής, φανατικό εραστή της αναλογικής φωτογραφίας και του σκοτεινού θαλάμου, που έχει αδυναμία στα ανθρώπινα πορτρέτα και «γεμίζει τη ζωή του συλλέγοντας στιγμές από τις ζωές των άλλων» (σ. 151 ). Συλλέκτης στιγμών, άλλωστε, είναι και η ίδια η συγγραφέας, αφού απαθανατίζει με αγάπη, οξυδέρκεια και φροντίδα στιγμές, μνήμες, φαντασιώσεις και απωθημένα ανθρώπων οικείων και ανοίκειων. Κάθε διήγημα μπορεί να ιδωθεί ως φωτογραφικό στιγμιότυπο και όλη η συλλογή ως ένα άλμπουμ, που αποτελείται, για να δανειστώ λόγια της Σύρμου από τον «Συλλέκτης στιγμών», από «επιμελημένα αρχειοθετημένες φωτογραφίες πολλών ετών, μαζί με τα αρνητικά τους» (σ. 151).

Το βιβλίο διακρίνεται από μια σπάνια ωριμότητα γραφής και μαρτυρεί τη γερή φιλολογική σκευή της συγγραφέως και τη γόνιμη θητεία της στον χώρο της μετάφρασης. Πάθος για τη γλώσσα, ακριβολογία στη διατύπωση, προσεκτική επιλογή κάθε λέξης, άρτια δόμηση κάθε φράσης, τίποτα δεν είναι περιττό, αταίριαστο ή αφρόντιστο στον λόγο της Σύρμου.

Σε κάθε διήγημα της συλλογής, σε κάθε σελίδα του βιβλίου είναι εμφανής η ενσυναίσθηση της Βάνιας Σύρμου και η βαθιά ουμανιστική ματιά της πάνω στην πολύπλοκη και συχνά απρόβλεπτη ανθρώπινη ύπαρξη. Η συγγραφέας δεν κρίνει τους χαρακτήρες της, αλλά φροντίζει να τους δώσει χώρο και χρόνο για να ξετυλίξουν το κουβάρι της ζωής τους και να αφηγηθούν στους άλλους ή στους εαυτούς τους τις ιστορίες τους και τους συλλογισμούς τους, τα όνειρα, τις φοβίες και τις εμμονές τους. Ο αναγνώστης άλλοτε συγκινείται, άλλοτε χαμογελάει και στο τέλος μένει με την αίσθηση της γλυκόπικρης μελαγχολίας του ευφυώς τοποθετημένου στο τέλος του βιβλίου διηγήματος «Κόμπος γραβάτας»: ο ήρωάς του, ένας ογδοντάχρονος πρώην καθηγητής Πανεπιστημίου, στις αρχές της άνοιας, κατορθώνει, μετά από μεγάλο κόπο, να δέσει τον κόμπο της γραβάτας του και αποφασίζει δυναμικά να πάρει τον γνώριμο δρόμο για το αγαπημένο του καφενείο και όχι για το σπίτι της κόρης του, όπου αισθάνεται μάλλον παρείσακτος και έξω από τα νερά του:

«Τράβηξε ακόμα μια φορά τη γραβάτα και σαν από θαύμα, ο κόμπος επιτέλους στάθηκε και μάλιστα διπλός. Τα χέρια του είχαν απρόσμενα βρει και πάλι το δρόμο που ακολουθούσαν τυφλά τόσα χρόνια χωρίς να τον ρωτήσουν. Χαμογέλασε στον καθρέφτη. Εκείνη η ανεπαίσθητη γουβίτσα που σχηματιζόταν στο κέντρο του κόμπου, του θύμισε και πάλι τον εαυτό του. Φόρεσε το καπέλο του και βγήκε από την πόρτα, γραμμή για το καφενείο του Χαραλάμπη» (σ. 169).

 

Πηγή: The book’s journal (τχ. 147, Νοέμβριος 2023)

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.