Ηφαίστειο

Απόσπασμα του συλλογικού μυθιστορήματος «Ηφαίστειο» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), από το κεφάλαιο «Σοροκάδα [Κάτια]», της Γιώτας Κόκκινου, παρουσιάζεται στο Fractal.

 

ΣΟΡΟΚΑΔΑ
[ΚΑΤΙΑ]

 

[…]

Φτάσαμε στο νησί κατάκοποι, νωρίς το πρωί της Παρασκευής. Πολλές οι ώρες του ταξιδιού, αλλά άξιζε. Ακολούθησα σε αυτό το ταξίδι αμφίθυμη για την αναγκαιότητα, την επίδραση, την έκβασή του. Οι αμφιβολίες με κατατρέχουν, είναι αλήθεια. Ένα χαλινάρι μονίμως δεμένο γερά στα κέντρα του εγκεφάλου μου, που με κρατάει πίσω κάθε φορά που κάτι με καλεί προς τα εμπρός. Οι αμφιβολίες, κι ένας στείρος ορθολογισμός. Τα νιώθω μέσα μου σαν ένα ανάποδο δέντρο: οι ρίζες του απλώνονται στο κεφάλι μου, ο κορμός διατρέχει τον λαιμό μου και το φύλλωμα, ασθενικό, φτάνει ως την κοιλιακή μου χώρα – περίπου όπως συμβαίνει στα μπαομπάμπ, τα δέντρα που μου περιέγραφε η Νάντια. Πρώτη φορά μού ανοίχτηκε η πανύψηλη Ουκρανή της παρέας. Καθόμασταν στο κατάστρωμα του πλοίου, εγώ κάπνιζα κι αυτή μου μιλούσε, πίναμε, εγώ άναβα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, η Νάντια συνέχιζε να μιλάει. Πιο πέρα η κιθάρα του Αντίνοου και το τραγούδι της Αγάπης μπερδεύονταν με το τρίξιμο της λαμαρίνας και το μουρμουρητό από τις συζητήσεις των συμμαθητών. Η πλώρη έσκιζε τη θάλασσα κι αυτή άφριζε, το σιδερένιο θηρίο ταλαντευόταν απαλά, σαν τεράστιο λίκνο, σε ένα ιδιότυπο και γλυκό νανούρισμα. Έμοιαζε με ξεκίνημα πενθήμερης εκδρομής λυκείου. Κι οι μαθητές, εμείς, μια ομάδα δέκα ετερόκλητων ανθρώπων.

Συναντιόμασταν τα τελευταία χρόνια στο πατάρι ενός εκδοτικού οίκου στα Εξάρχεια, Τετάρτες πάντα. Πέρυσι, για σχεδόν ενάμιση χρόνο επικοινωνούσαμε εξαιτίας της πανδημίας μέσω zoom, τα πρόσωπά μας στριμωγμένα σε ένα μικρό παράθυρο στην οθόνη του υπολογιστή. Όταν ξαναβρεθήκαμε από κοντά, ένα φθινοπωρινό απόγευμα του 2021, εμβολιασμένοι και χωρίς μάσκες, τα ίδια πρόσωπα μου φάνηκαν γυμνά και αυθάδικα. Η όψη του Μάρκου είχε μια αγριάδα άγνωστη, αυτή που μάλλον αφήνει η θλίψη όταν χάνεις και τους δυο γονείς σου σε κάποιο νοσοκομείο. Απώλειες που προστέθηκαν σαν ξερό νούμερο στα στατιστικά στοιχεία θανάτων από τον ιό.

Μείναμε στα Λουτρά, στη δημοτική πανσιόν. Την ώρα που φτάσαμε στο νησί, ο ήλιος είχε σηκωθεί για τα καλά. Μας υποδέχθηκε ο Παντελής σκιάζοντας με το ένα χέρι τα μάτια του και ακουμπώντας το άλλο χέρι στη μέση. Εκείνη η πρώτη εικόνα του καθόλου δεν με γοήτευσε. Η κοινόχρηστη σάλα που αντίκρισα από την άλλη… Ακούστηκαν επιφωνήματα θαυμασμού από μερικούς, το σκηνικό έμοιαζε βγαλμένο από άλλη εποχή. Τοίχοι περίπου πέντε μέτρα ψηλοί, με δυο σειρές παράθυρα, άφηναν τον ήλιο να φωτίζει κάθε γωνία του χώρου. Μια διπλή ξύλινη σκάλα οδηγούσε στα δωμάτια του επάνω ορόφου. Μικρά ξεφλουδίσματα στους τοίχους και γρατζουνιές στις σανίδες του πατώματος μετρούσαν τα χρόνια του κτιρίου. Μάθαμε ότι είχε χτιστεί το 1912. Στην άκρη της αποβάθρας ένας άντρας ακίνητος αγνάντευε τη θάλασσα. Ανεπαίσθητα διέκρινα ένα ρυθμικό κούνημα του κεφαλιού του, σαν να ακολουθούσε την ταλάντωση των μικρών πλεούμενων, που ήταν δεμένα με γερά σχοινιά γεμάτα ξεραμένη αλμύρα. Μια στιγμή γύρισε προς το μέρος μας, μου φάνηκε ότι το βλέμμα του σταμάτησε σε μένα, ίσως να τράβηξε την προσοχή του το μακρύ κοραλλί φουλάρι μου που ανέμιζε στην πρωινή αύρα. Ή μπορεί και στον Αντίνοο, που έκανε σαν παλαβός από τη χαρά του.

Το πρόγραμμα ως την αναχώρησή μας τη Μεγάλη Δευτέρα ήταν ελεύθερο, είχαμε συμφωνήσει να περάσει ο καθένας τον χρόνο του όπως επιθυμούσε, αρκεί την Κυριακή το βράδυ να είχε γράψει τις πεντακόσιες λέξεις του, ένα διήγημα με θέμα την πανδημία. Στο νησί, άνοιξη. Οι μέρες πέρασαν με περπάτημα στους οικισμούς, στις παραλίες, προσκύνημα στις εκκλησίες, βόλτες σε βοτσαλωτές αυλές και προαύλια γεμάτα γιασεμιά και βουκαμβίλιες. Τα βράδια βγαίναμε στα μπαράκια της Μικρής Βενετίας στο Μανδράκι, με το μοναστήρι να κρέμεται από πάνω μας. Οι περισσότεροι επιστρέφαμε στην πανσιόν μεθυσμένοι και πρόσκαιρα ευτυχισμένοι.

Όλοι μιλούσαν ασταμάτητα για την εμπειρία του κρατήρα. Εγώ, πάλι, δεν πρόλαβα να τον επισκεφτώ. Είχα μπερδευτεί με την πλοκή του μικροδιηγήματός μου, το έσβησα και το έγραψα τουλάχιστον τρεις φορές. Εντέλει, όταν το παρουσίασα στην ομάδα, ο Ντίνος είπε και πάλι πως «από το κείμενο λείπει η Κάτια» και θα πρέπει να βρω, επιτέλους, έναν τρόπο να μην απέχω από τις ιστορίες μου. Όταν σχολιάσαμε το συγγραφικό εγχείρημα του Μάρκου –διάβασε τελευταίος, είχε πάει και δώδεκα η ώρα– ο Μάριος ήταν κατηγορηματικός: «Η αφήγηση εκβιάζει το συναίσθημα, ο ήρωας παρατηρεί και δεν δρα καθόλου». Ο Μάρκος αντέδρασε μάλλον θυμωμένα, λέγοντάς του ότι παρατηρεί τα πάντα μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα της καλλιτεχνικής του ιδιότητας και κρίνει την πεζογραφία με όρους κινηματογραφικού σεναρίου. Άρχισαν να λογομαχούν κι εγώ θέλησα να παρέμβω συμβιβαστικά. «Κάτια, Σταμάτα!», με έκοψε ο Μάρκος. «Έχεις καταλάβει ότι είσαι εθισμένη στην αποδοχή και στον συμβιβασμό; Εσύ δεν ξέρεις τι θα πει αποστροφή…». Κοίταξα γύρω μου αποζητώντας υποστήριξη. Ο Ντίνος περιεργαζόταν ένα ταλαιπωρημένο βιβλίο τσέπης –θαρρώ ήταν του Ορέστη–, η Μαρίνα ήταν απορροφημένη στο κινητό της τηλέφωνο, οι υπόλοιποι κοιτούσαν το πάτωμα ή το ταβάνι. Μόνο ο Παντελής, στο βάθος της αίθουσας, είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω μου, σαν να σκεφτόταν: Έτσι είναι, κορίτσι μου. Σιωπή. Απέξω ακουγόταν μονάχα ο υποτονικός φλοίσβος. Κι ύστερα, το δυνατό τρίξιμο της σκάλας, καθώς η Ανδριάνα και ο Μάρκος αποχώρησαν με αργά βήματα, αμίλητοι.

Η Νάνσυ ξεφύσησε δυνατά, θα πρέπει να κρατούσε την ανάσα της. «Νομίζω πως ο καιρός άλλαξε τις τελευταίες ώρες», είπε με μια κάπως παράταιρη ευθυμία. «Το προσέξατε;».

 

[…]

 

Πηγή: Fractal

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.