Άνευ | Σταύρος-Αντώνιος Κουβαράς

Κριτική του ποιητή Κωνσταντίνου Γεωργίου για την ποιητική συλλογή «Άνευ» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), του Σταύρου-Αντώνιου Κουβαρά, δημοσιευμένη στο αγαπημένο μας Fractal.

 

Προσκλητήριο αφύπνισης, συστράτευσης και αγώνα

Γράφει ο Κωνσταντίνος Γεωργίου //

 

«Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις/ Να μην τις παίρνει ο άνεμος», μας προτρέπει ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην «Ποιητική» του. Κι ο Σταύρος-Αντώνιος Κουβαράς, πιστός στη ρήση του ποιητή και στα υψηλά οράματα των μεγάλων ελπίδων, των μεγάλων προσδοκιών για έναν κόσμο στον οποίο θα πρωταγωνιστούν οι πανανθρώπινες αξίες, επιλέγει να μην προδώσει ούτε την ποίηση ούτε τον εαυτό του, επιλέγει να μην διαψεύσει ούτε την πίστη του ούτε τις ιδέες του, επιλέγει να μην σιωπήσει, να μην αλλαξοπιστήσει, να μην υποκύψει, ορθώνοντας πεισματικά το ποιητικό του ανάστημα απέναντι στις «διεθνείς αγορές» των κάθε λογής μεταπραττών, απέναντι στα «λαϊκά παζάρια» των ευτελών συναλλαγών και τα «σφραγισμένα στόματα» των φιλήσυχων αστών. Οπλίζεται από τα λόγια του ποιητή και ρίχνεται στην μάχη εναντίον της βαρβαρότητας του ακόρεστου καπιταλισμού και της υποκρισίας του μικροαστικού εφησυχασμού, συστοιχίζεται στις γραμμές όλων εκείνων των ανθρώπων, ζώντων και τεθνεώτων, που έδωσαν μελάνι και αίμα, για να γράψει το μέλλον από την αρχή στις σελίδες της ιστορίας το όνομα του ανθρώπου και της ανθρωπιάς του.

 

ΔΩΡΟΝ ΑΔΩΡΟΝ

Μου ‘δωσαν μια γλώσσα,
κάποιες λέξεις,
μου είπαν: με αυτά, ζήσε.
Κι εγώ είπα:
μου ‘δωσαν μια ζωή,
κάποιες στιγμές,
με αυτά, μίλα.

 

ΚΟΚΤΕΪΛ ΜΟΛΟΤΟΦ

I

Κόρνες, αμάξια, σειρήνες·
επιθανάτιος βρόγχος της πόλης,
ενώ στην Ομόνοια ένα πρεζάκι πέθανε.
Μόλις τώρα, να,
στερέωσε το κεφάλι του
στο τσιμεντένιο κράσπεδο
μιας πορτοκαλιάς
που τα πορτοκαλόφλουδά της
έχουν μια υφή καρκίνου.
Δε θα τον ψάξει κανείς.
Κάποιος άστεγος μπορεί
να κλέψει το μπουφάν του
– έχει κρύο απόψε, μακάρι να μη βρέξει.

ΙΙ

Πολυκατοικίες μονοκατοίκων,
πεσόντες νεολαίοι
– πώς, με ποιους θα συνευρεθούν
λαμβάνοντας ερωτικές προφυλάξεις
στη μεγάλη καπότα του διαδικτύου.
1.400 φίλοι και γω να είμαι τόσο μόνος.
Και κλαίνε. Όλο κάνουν πως κλαίνε.

Γελοιοποιούν το κλάμα.
Και όταν δεν κλαίνε, πίνουν,
όταν πίνουν, μεθάνε,
και όταν μεθάνε, ερωτεύονται.
Όταν ξεμεθάνε, πάλι κλαίνε.

ΙΙΙ

Μισθός, τιμή και κέρδος.*
Μίσος, οργή και έρμος.

———

* Αναφορά στο βιβλίο του Καρλ Μαρξ.

 

 

Κι ο ποιητής, με τέτοια οικοδομικά υλικά στα χέρια του, ακαταπόνητος εργάτης στις σκαλωσιές των ονείρων του, μιλά, μαστορεύει τις λέξεις, τις στεριώνει γερά με την πένα του και την αλήθεια του στο μεγάλο μαδέρι της στέγης μας, για να ‘χουν αύριο οι άνθρωποι έναν τόπο ζεστό να κατοικήσει η θλίψη τους και η χαρά τους. Στέγνα, ιδρώτας, μόχθος, πέτρα πάνω στην πέτρα, λέξη πάνω στην λέξη, στίχος πάνω στον στίχο, άνευ ορισμών, προσδιορισμών και προορισμών, άνευ περιττών εικοτολογιών και ανούσιων βερμπαλισμών, ο Κουβαράς οικοδομεί το δικό του «ανευ», χωρίς γλυκασμούς και υποσχέσεις, χωρίς φληναφήματα και ωραιοποιήσεις, χωρίς βαρίδια και εξαρτήσεις, χωρίς την αβάσταχτη ελαφρότητα της πληθωρικής κενολογίας των ύποπτων λογοκόπων και των ανέραστων γραφειοκρατών. Έτσι, μόνος, ελεύθερος, αληθινός, «ωραίος σαν Έλληνας» κατά τον Ν. Εγγονόπουλο, ποιητής της δόξης της περίλαμπρης νιότης μας, πορεύεται στις σελίδες της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Άνευ» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022).

ΔΙΑΤΥΜΠΑΝΙΣΑ

Διατυμπάνισα ιδέες καιρό λησμονημένες.
Ήταν και αυτή μια ανθρωπολογική προσπάθεια
να μην καταστεί άλλη μια γλώσσα νεκρή.
Να μην πεθάνουν οι λέξεις
ισότητα, δικαιοσύνη, αγάπη, δημιουργία.

 

Το βιβλίο εμπεριέχει τρεις ενότητες ποιημάτων που λειτουργούν ως άξονες αναφοράς στην ποιητική μυθοπλασία του Κουβαρά και προσδιορίζουν θεματικά τα ποιητικά εναύσματα, τα ενδιαφέροντα και τις ανησυχίες του. Στο Α’ ΜΕΡΟΣ κυριαρχεί η κοινωνική και πολιτική διάσταση της ποιητικής έκφρασης, στο Β’ ΜΕΡΟΣ πρωταγωνιστεί η ερωτική εμπειρία, ενώ στο Γ’ ΜΕΡΟΣ είναι εμφανής η υπαρξιακή αγωνία του ποιητικού υποκειμένου και η φιλοσοφική διερεύνηση των προσανατολισμών του. Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι δεν υψώνονται τείχη αυστηρού διαχωρισμού ανάμεσα στα τρία μέρη του έργου, αλλά, τουναντίον, επικοινωνούν μεταξύ τους αρμονικά και παραπληρωματικά, τόσο σε επίπεδο εκφραστικής, αισθητικής και υφολογικής αποτύπωσης, όσο και σε επίπεδο νοηματικής συνάφειας και επιτελεστικής σύνθεσης των παραμέτρων του περιεχομένου, με αποτέλεσμα οι συνεκτικοί σύνδεσμοι να ισχυροποιούνται και οι δομικές συσσωματώσεις των ποιητικών κειμένων να ενισχύουν την ενότητα του έργου, την κοινή του κατεύθυνση και την ολοκληρωμένη στοχοθεσία του, να συγκροτούν δηλαδή με πληρότητα την ταυτότητα του έργου.

Διαβάζοντας τα ποιήματα της πρώτης ενότητας, αμέσως αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι για τον Κουβαρά η ατομική υπόσταση δεν υφίσταται από την στιγμή κατά την οποία περιχαρακώνεται σε μια αποϊδεολογικοποιημένη, μονήρη εγωκεντρική στάση αυτιστικού ναρκισσισμού, αντίθετα, η ατομική υπόσταση συνίσταται και νοηματοδοτείται, κριτικά αυτοπροσδιοριζόμενη, μόνο στον φυσικό της χώρο, που δεν είναι άλλος από την κοινότητα και τους δεσμούς που αναπτύσσει οργανικά και λειτουργικά με τα κοινωνικά περιβάλλοντα μέσα στα οποία ευδοκιμεί. Υπάρχει σαφώς μια αμφίδρομη πορεία αλληλοτροφοδότησης, θα λέγαμε, ανάμεσα στην μονάδα και την ομάδα, το μέρος και το όλον, η οποία αναπτύσσεται υγιώς, μόνον όταν ο ρυθμιστικός και κανονιστικός ρόλος της κοινότητας ασκεί τέτοια παιδευτική διαμορφωτική επίδραση στα μέλη, ώστε να συλλειτουργούν απρόσκοπτα, με σύμπνοια, αγάπη, αλληλεγγύη, κατανόηση και αποδοχή της ετερότητας στον δρόμο της ειρηνικής συνύπαρξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της συλλογικής ευδαιμονίας τόσο σε εθνική όσο και σε οικουμενική κλίμακα.

ΕΜΠΕΔΩΝΟΝΤΑΣ

Με το βλέμμα στραμμένο στο έδαφος
χαράχτηκαν σύνορα στα πεζοδρόμια,
κυλιόμενες σκάλες και φθοριούχα φώτα,
ταριχευμένες διαφημίσεις,
σώματα δοσμένα στη φθορά.
Πένθιμη νηοπομπή, τσιμεντένιοι ωκεανοί,
σύνθλιψη, λαμαρίνα, η φωνή στο ραδιόφωνο.
Προφήτες κουρελιασμένοι μένουν άφωνοι
μπροστά στην Επικάλυψη
με πολλές στρώσεις γλυκαντικών,
θρεπτικών, χρωστικών, χρωματικών ουσιών,
κατολισθήσεις ουρανοξυστών,
καταρρακώσεις συναισθημάτων,
σεξουαλική ανικανότητα
–το κεφάλι μου νιώθω θα διαλυθεί–,
πυρηνικές δοκιμές στη Σαχάρα,
εμπλουτισμένο ουράνιο για πρωινό,
κακάο, θρομβώσεις, αρτηριακή πίεση
– θέλω και άλλα χρώματα στα φανάρια,
γράφω και φτύνω αίμα.
Μόνο η κυριολεξία μάς έμεινε,
η μεταφορά σχήμα λόγου ακριβό.
Οι κόμβοι τρομονομοκρατούνται·
δεσμοφύλακες, χωροφύλακες, κυβερνοφύλακες
θυλακοφύλακες,
ερήμωση.

 

ΔΩ(Γ)ΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Ασφάλεια.
Τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος.

Οι ριπές των όπλων,
οι φωνές των φτωχών,
οι μπότες·
νανουρίζουν κάθε βράδυ
με ασφάλεια
το μωρό μου.

 

Ο Κουβαράς έχοντας αναμφίβολα βαθιά αίσθηση του αδιεξόδου του σύγχρονου αστικού πολιτισμού και του ταξικά δομημένου οργανωτικού του οικονομικού σχεδιασμού στην βάση των κοινωνικών ανισοτήτων, του πολυόμματου ελέγχου και της αδίστακτης εκμετάλλευσης, του πολιτικού επεκτατισμού και της ισοπεδωτικής εμπορευματοποίησης των αξιών, αγανακτεί, επαναστατεί και καταγγέλλει ευθέως, με γλώσσα πικρή και σκληρή, με θυμό και οργή, τον διεφθαρμένο συστημικό συμβατισμό, που κονιορτοποιεί την ανθρώπινη φύση, την μηχανοποιεί και την ρυθμίζει στην λογική τής με κάθε κόστος άπληστης επιδίωξης του ατομικού συμφέροντος, μια λογική αυτοκαταστροφής, με την οποία όσο περισσότερο εμποτίζεται η ανθρώπινη σκέψη τόσο περισσότερο διαστρέφεται η ανθρώπινη πράξη, χωρίς μάλιστα ηθικές αναστολές και συνειδησιακές ενοχές. Πρόκειται ουσιαστικά για μια μεταδιδόμενη μολυσματική ασθένεια, που, όσο προχωρά και βαθαίνει στον ανθρώπινο οργανισμό κατακυριεύοντας την ατομική ψυχή, τόσο περισσότερο εξαπλώνεται η ανεπανόρθωτη φθορά κι απονεκρώνεται η φυσιολογία του συλλογικού μας βίου κατατεμαχίζοντας το κοινωνικό σώμα και τον σεσηπότα ιστό του.

Ο Κουβαράς, λοιπόν, διατηρώντας και υπηρετώντας με συνέπεια μια κοινωνιοκεντρική προσέγγιση των πραγμάτων στην βάση των ανθρωπιστικών ιδανικών, στρέφει το ποιητικό του ενδιαφέρον στον χώρο της κοινωνικής δράσης και θεωρεί ότι τα δεινά των σύγχρονων κοινωνιών είναι φυσικά επακόλουθα μιας προδιαγεγραμμένης μονομερούς εξέλιξης του υλικοτεχνικού πολιτισμού που ευνοεί και ευνοείται από την καθεστωτική αντίληψη του επιβαλλόμενου καπιταλιστικού συστήματος και των νόμων της αγοράς. Αυτή είναι και η ρίζα μιας γενικευμένης αντίληψης που επικρατεί στις μέρες μας και τείνει δυστυχώς να παγιωθεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων ως κανονικότητα, μια αντίληψη η οποία αναπαράγει την αδιαφορία, την αδράνεια, την παθητικότητα και τον αμοραλισμό. Με άλλα λόγια, η ενδογενής εσωτερική κρίση του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος και του κατεστημένου, που το υπηρετεί, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό αρνητικά την ποιότητα όχι μόνο του τρόπου κοινωνικής συμβίωσης, αλλά και της σκέψης του ατόμου, της κοσμοαντίληψής του για την ζωή, οδηγώντας ασφαλέστατα σε κρίση ιδεών και ηθική κρίση, επικαλύπτοντας όλους τους τομείς των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και ενεργειών.

 

ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟΝ

Ήταν τότε
που αποφάσισα να πουλήσω
αυτό το μεγάλο έπιπλο
με τις γυάλινες πορτίτσες
και τα συρτάρια από κάτω,
γεμάτο ποτήρια κρυστάλλινα,
συλλογές από πορσελάνινες, ιαπωνικές τσαγιέρες,
για κάποια λεφτά
– χώρο μου έπιανε κυρίως.

Και σκεφτόμουν να βρω αγοραστή,
να τον διαλέξω προσωπικά,
να του πω την ιστορία από κάθε αντικείμενο
– ή να τη σπάσω με ένα τσεκούρι
και να της βάλω, επιτέλους, φωτιά
της πουτάνας της σκρινιέρας!

Πράγμα που θα εκτιμήσει
ένας συλλέκτης αυθεντικός,
ένας περιφρονητής του νόμου της αξίας.

Άλλο ένα κόλπο
και τα πάντα στη ζωή είναι θέμα μάρκετιγκ, αγάπη μου,
λέγαμε τρολάροντας κάποτε με το Διονύση.

 

Ακόμα κι ο έρωτας ασφυκτιά μέσα στο πλαίσιο των θρυμματισμένων σχέσεων της υποκρισίας, της ακατάσχετης κενολογίας και της αγοραίας αισθητικής των ασυμβατοτήτων. Παρόλα αυτά παραμένει το ασφαλές εκείνο καταφύγιο όχι μόνο της συνάντησης του πόθου και της σωματικής απόλαυσης της γλυκιάς επιθυμίας, που ενεργοποιεί τις φυσικές, κυτταρικές αλχημείες της εξεύρεσης της ομορφιάς, αλλά μετουσιώνεται και σε κουκούλι εκκόλαψης της αγωνιώδους συνειδητοποίησης τής ανθρώπινης ματαιότητας στην πάλη της με τον χρόνο, αφού ο έρωτας είναι μια πύλη προς την αθανασία, που, όταν την ανοίγει κανείς, αισθάνεται να μετεωρίζεται πάνω από τα πράγματα, πιο πάνω από τον χρόνο, ακόμα πιο πάνω από την ποίηση, πέρα από τις λέξεις, πέρα από τις γλώσσες, εκεί που «Είμαστε τα μικρά/ φλεγόμενα δευτερόλεπτά/ μας», όπως αναφέρει ο ποιητής μας. Γιατί ο έρωτας δεν περιορίζεται στα πράγματα, δεν αιχμαλωτίζεται στις ώρες, δεν φυλακίζεται στους στίχους, γιατί η αθανασία δεν είναι τίποτα άλλο παρά το εδώ και το τώρα στο αιώνιο πάντα, σιωπηλή, ανέκφραστη, γαλήνια, να κυοφορεί την Άνοιξη και την φλόγα στις καρδιές των ανθρώπων, την φλόγα της συντροφικής τους συνάντησης στο μικρό, ταπεινό καντήλι της ζωής.

Το ποιητικό υποκείμενο λαχταρά την συντροφική ερωτική σχέση, γιατί γνωρίζει καλά ότι είναι η ενσυνείδητη βιωμένη εμπειρία της πρώτης συλλογικότητας, η απαρχή της άνευ όρων και ορίων δοτικότητας, που εκτείνεται με την θετική της επενέργεια, αρχικά, στο Εσύ, και προβάλλει, ακολούθως, ακτινωτά ως διάθεση δημιουργίας, θυσιαστικής προσφοράς και αγαπητικής σχέσης στο Εμείς, είτε είναι δυαδικό αυτό το Εμείς είτε πολυεδρικό. Επομένως, ο ποιητής μας επιλέγει και αναλάμβανει συλλογικά το ιερό χρέος όχι απλώς της παραδεδομένης έγχαρτης λεκτικής αποτυπώσεως, αλλά της επώδυνης έμπρακτης γενέσεως, της γενέσεως δια του τρόπου και της πράξεως, που συνηγορεί υπέρ της ευφορίας και της ευκαρπίας της αιώνιας Άνοιξης.

Η ΑΓΝΩΣΤΗ Χ

Εσένα,
σ’ το λέω,
δε θα σε κάνω ποίημα.
Εσένα,
σ’ το λέω,
θα σε ερωτευτώ!

Όχι άλλοι στίχοι,
όχι άλλες διευκρινίσεις,
εξερευνητές
μιας σωματογραφίας
που θα ομιλούνται
γλώσσες άλλες.

Όχι άλλα
24 γράμματα.

Όχι,
εσένα θα πεισμώσω,
θα αντισταθώ
στη μελαγχολία των στίχων.
Οι ποιητές
πρέπει να γεννήσουν
την Άνοιξη.

 

Αναζητώντας, λοιπόν, αυτήν την Άνοιξη, στο Γ Μέρος η ποιητική συνείδηση συστέλλεται, διερευνώντας εξελικτικά τους εσωτερικούς μοναχικούς της δρόμους μέσα στον χρόνο και την ουσία της ύπαρξης και της ανυπαρξίας της στο λίγο του κόσμου και τις παραιτημένες γλώσσες του. Στοχασμός, προβληματισμός, διλήμματα, εμπόδια, ταξίδια σε μια πορεία μετακύλησης της ενδεχόμενης φθοράς των ματαιωμένων προσδοκιών στο ακίνητο παρελθόν, που με το βάρος του όλο και βαθαίνει τις ρωγμές της συνειδητότητας στην χοάνη του χρόνου μέχρι να φανούν οι πληγές, να μεστώσει ο πόνος και να γίνει βάσανος αληθείας και ωρίμανσης. Ο χρόνος, οι μέρες, οι ώρες, οι στιγμές έρχονται και φεύγουν, φεύγουν κι έρχονται οι ώρες, οι στιγμές, κι ίσως, είναι η απαραίτητη αναγκαία εκείνη συνθήκη με την οποία καθίσταται κάθε ανακινούμενη εσωτερική διεργασία αντιληπτή στην εποπτευόμενη ζώνη της έλλογης συνείδησης κατά την διάρκεια της μαθητείας της, της συνείδησης που βρίσκει τελικά την δύναμη να αντιστρέψει την ροή των πραγμάτων από το μέσα στο έξω, από το σκοτάδι στο φως, μέχρι την οριστική της απόδραση από δεσμεύσεις και περιορισμούς.

ΑΝΑΚΙΝΟΥΜΕΝΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ

Ανακινούμενη διεργασία
κάτω απ’ το δέρμα.
Εκ περιτροπής
σου το ’σκασα,
βγήκα στο κέντρο της πληγής
–ένα βούρκο σιχάματα,
σωματικές αποβολές και διαστροφές–,
κολύμπησα ωκεανούς κοπράνων,
να πατήσω
το δέρμα μου
για πρώτη φορά
το αναγνώρισα αμέσως
–ίσως και να ’ταν χίλια χρόνια–
και να κλάψω
στο δάσος των τριχών μου.

Τα ’μαθες τα νέα,
ανακινούμενη διεργασία;
Είμαι πια πολύ μακριά,
ούτε το όνομά σου
δε θυμάμαι.

 

Η ποιητική συνείδηση αυτοψυχαναλυόμενη προσπαθεί να επουλώσει τραύματα και πληγές, να κλείσει τελεσίδικα έναν κύκλο εσωστρέφειας και μοναχικότητας αυτοπροσδιορισμού της, κατακτώντας με στόχαση μεγάλη και αγώνα την θέση της μέσα σ’ ένα περιβάλλον δυστοπικό. Βρίσκει, λοιπόν, τον χώρο της, έχοντας βαθιά επίγνωση των αντικειμενικών δυσκολιών και των υποκειμενικών εμποδίων, αντιμετωπίζοντας τον ρου του ιστορικού χρόνου με ρεαλισμό, με διάθεση αυτοκριτικής και καθολική εποπτεία. Η διάρκεια των εποχών στα γυρίσματα του χρόνου είναι αυτή που μακραίνει πίσω μας, κι όσο μακραίνει, τόσο περισσότερο μας επιτρέπει να αποστασιοποιηθούμε από το συγκεκριμένο και να προσεταιριστούμε το διευρυμένο. Κάθε διεύρυνση οδηγεί με βεβαιότητα στην απαιτούμενη κριτική στάση, μια στάση που επιτρέπει στον Κουβαρά έναν σταθερό ιδεολογικό προσανατολισμό και την ανάληψη του χρέους της ευθύνης που απορρέει εκ της ποιητικής του ιδιότητας και της κοινωνικής του αποστολής.

 

ΚΡΟΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Και λες μια εποχή τελείωσε,
άρχισε μια άλλη, βγάζεις τα συμπεράσματά σου,
ίσως μια από εκείνες να φαίνεται να γυρνά,
όχι είναι άλλη τελικά,
μια εποχή την κοιτάς από μακριά
τι να ’τανε,
τι να ’σουνα,
λες, συλλογιέσαι, συζητάς
ποια εποχή μετά θα έρθει,
ξεχνάς πως πάντα τέσσερις είναι οι επιλογές
Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο ή Χειμώνας.

 

Το ύφος του λόγου σε όλη την ποιητική συλλογή εκπέμπει μια οικειότητα, μια ζεστασιά, που πριμοδοτείται από την εναλλαγή της χρήσης του α και β ενικού προσώπου, κι άλλες φορές χρωματίζεται με διάθεση εξομολογητική, άλλες φορές συμβουλευτική, άλλες φορές με διάθεση περιπαικτική, άλλες φορές αποδελτιώνεται αποφθεγματικά κι άλλες φορές πάλι έχει την ορμή της δίνης του τρεχούμενου νερού που σε συμπαρασύρει στην κοίτη του. Σε κάθε περίπτωση, η αμεσότητα της ποιητικής γραφής είναι εμφανής, αφού μοιάζει να διαλέγεται με τον αναγνώστη και να επιδιώκει την αβίαστη μαζί του επικοινωνία χωρίς προαπαιτούμενα και προϋποθέσεις. Η χρήση των λέξεων γίνεται με τρόπο προσεκτικό και η θερμοκρασία του συναισθηματικού τους φορτίου δεν μεταβάλλεται, ανεξαρτήτως της έντασης της ποιητικής φωνής. Οι λέξεις στρατεύονται σε μια διαδικασία όχι μόνο στο επίπεδο της προσωπικής έκφρασης αλλά και στο πεδίο της αγωνιστικής ετοιμότητας, ενίοτε γίνονται αιχμηρές, ετοιμοπόλεμες, με το δόρυ τους προτεταμένο, άλλοτε σταθερά αμετακίνητες, αμύνονται και οχυρώνονται στην δηκτική τους σημασία, για να περιφρουρήσουν την αξιοπρέπεια της περήφανης στάσης τους.

Γι’ αυτό, εξάλλου, ο ποιητής μας γράφει, μιλά, ξαγρυπνά, γράφει, μιλά, απευθύνοντας σε όλους μας ένα γενικό προσκλητήριο αφύπνισης, ένα κάλεσμα αγώνα και συστράτευσης στον στίβο της κοινωνικής δράσης απέναντι στις δυνάμεις της φθοράς και της καταπίεσης, απέναντι στις δυνάμεις του συντηρητισμού και της οπισθοδρόμησης. Απαντώντας στο ερώτημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Μα ποιός με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;», ο Κουβαράς δηλώνει παρών, συντάσσεται, παρατάσσεται και αντιτάσσεται, με αφοσίωση και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.

 

ΠΡΙΝ ΤΟΥ ΠΕΡΑΝ

Το μόνο
που μπορώ
να θυμηθώ
είναι το βλέμμα
στο μετά.

 

Πηγή: Fractal

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.