Επτά και μισή λύπη | Ελένη Παπανδρέου

Κριτική του Βάσου Η. Βογιατζόγλου για την ποιητική συλλογή «Επτά και μισή λύπη» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), της Ελένης Παπανδρέου, στο Fractal.

 

Σημειώσεις από τα «Ημερολόγια και νυχτολόγια» ενός περαστικού.

Γράφει ο Βάσος Βογιατζόγλου // *

 

 

Σάββατο, 07 Μαΐου 2022.

Αποφάσισα, επί τέλους, να τελειώσω απόψε το βιβλίο της Ελένης μέσα από τις μύριες δυσκολίες που με κατακλύζουν αυτόν τον καιρό. Δεν ήταν ένα ξάφνιασμα. Ήταν, θα πω καλύτερα, μια επιστροφή στα γνώριμα μονοπάτια της Ελένης. Μόνο που τώρα δεν αργείς να αντιληφθείς μιαν ωριμότητα σπουδαία, μιαν αρτιότητα στις δυο, θεμελιώδεις θάλεγα, παράμετρους που οριοθετούν το πεδίο αναζήτησης του ποιητικού ιδεώδους που επιχειρεί να υπηρετήσει η εξαίρετη ποιήτρια: τον Χρόνο και την θλίψη. Είναι, όμως, περασμένα μεσάνυχτα και, μάλλον, θα επανέλθω αύριο. Ίσως και μεθαύριο.

Δευτέρα, 09 Μαΐου, χαράματα.

Δυο κοτσύφια στην βεράντα χαλάνε τον κόσμο. Απολαμβάνω ήρεμος το πρωινό, ξανακοιτάζοντας τις σημειώσεις μου στο βιβλίο της Ελένης. Βιάζομαι να γράψω τις παρατηρήσεις μου στο θέμα του Χρόνου που τόσο έντονα διατρέχει το βιβλίο της. Είναι το «εγκώμιο της ώρας» η «τραχειά ώρα», η «πιεσμένη ώρα», το «πρωί», η «νύχτα», ο «σταθερός χρόνος», τα «δάχτυλα του χρόνου»; ή, μήπως, η «απόχη των στιγμών», το «αόρατο παρόν», το «τίποτα που αναπνέει την ώρα», ο «χρόνος που δεν διαβήκαμε»; είναι ένα ερώτημα, μια απορία. Ένα πρόβλημα που απεγνωσμένα ζητάει την λύση του σε όλο το ποιητικό εγχείρημα που επιδίδεται η Ελένη. Υπάρχει άραγε απάντηση σε αυτό; Ίσως ένας υπέροχος πράγματι στίχος που αλιεύω στη σελίδα 31: «μια στιγμή που βιάζεται να γίνει ιστορία» (!). Αν ο ποιητής δεν αντλήσει αυτή την βαθύτερη μεταφυσική διάσταση του Χρόνου, πως θα σταθεί αντιμέτωπος με την αισθηματική του πρόκληση να δομήσει ΠΟΙΗΣΗ με όλα ετούτα τα, έστω και αναπάντητα, ερωτήματα; με όλα τα ριζώματα, κορμούς και κλαδιά της ποιητικής του; το χρέος της αποστολής του; και είναι ακριβώς αυτά που εκτιμώ, που θαυμάζω στην Ελένη: η συνέπεια στην πορεία που χάραξε στις δύο προηγούμενες αναζητήσεις της, τις «Ώρες» και τον «Μάταιο Αύγουστο» και η σταθερή της αφοσίωση στον αρχέτυπο προβληματισμό και την έρευνά της επάνω σ’ αυτόν: το μυστήριο του Χρόνου και τον αναπόδραστο εγκλωβισμό του προαιώνιου Ανθρώπου στη θλίψη που επάγεται η ενσωμάτωσή του στο Σύμπαν.

Όμως η ώρα προχώρησε αρκετά. Τα κοτσύφια έχουν σιγήσει. Για την θλίψη, όμως θα επανέλθω αργότερα καθώς με περιμένουν άλλα επείγοντα ζητήματα.

Την ίδια μέρα, αργά το βράδυ.

Θυμάμαι, το πρωί σημείωσα ήδη το ζήτημα του ανθρώπινου πόνου. Η Ελένη τον ονομάζει θλίψη, λύπη ή και απόγνωση που είναι η κατακλείδα τους. Υπάρχει άνθρωπος που μπορεί να αμφισβητήσει την ανθρώπινη μοίρα, το πεπρωμένο του; σίγουρα όχι. Η Ελένη βλέπει στο τελευταίο της βιβλίο, το «επτά και μισή λύπη» ακριβώς αυτή την πικρή αλήθεια! το αναπότρεπτο πεδίο της μάχης μας, όπου καλούμαστε να πολεμήσουμε για την κατάκτηση της ευτυχίας. Πού η Ελένη, σωστά, την ονομάζει «απόμακρη». Επειδή δεν αυταπατάται. Επειδή δεν ονειροβατεί. Επειδή δεν χτίζει χάρτινους πύργους. Αλλά μάχεται. Δεν φυγομαχεί. Κι αν κάποτε τολμά να υποκύψει σε μια τόσο δικαιολογημένη ανθρώπινη αδυναμία για να δραπετεύσει, σύντομα επανέρχεται στο σκοπό του αγώνα της, καθώς διαπιστώνει πως «ο χρόνος που δεν διαβήκαμε ήταν και αυτός μια υπόσχεση» (σελ. 62). Αυτά ως εδώ για απόψε. Σίγουρα θα επανέλθω. Κι εγώ!!

Παρασκευή μεσημέρι, 13 Μαΐου.

Ξανακοιτάζω τις σημειώσεις μου πάνω στο βιβλίο. Είναι τόσα που παρατήρησα σ’ αυτό που, στ’ αλήθεια, δεν ξέρω από πού θα έπρεπε να δικαιολογήσω τους λόγους που με οδήγησαν σ’ αυτές. Θαρρώ το είχα και στα προηγούμενα βιβλία της επισημάνει. Η Ελένη αν δεν ήταν μια σημαντική ποιήτρια θα μπορούσε εξίσου καλά να επιδοθεί στη ζωγραφική. Η ακρίβεια, η απλότητα και η ένταση όχι μονάχα του σχεδίου αλλά κα της αυστηρής χρωματικής διαύγειας που συμπληρώνει τον σχεδιασμό κάθε ποιήματος, τον μετουσιώνει, τελικά, σ’ έναν εντυπωσιακό πίνακα. Συχνά, μάλιστα, είναι τόσο ανάγλυφη τόσο ζωηρή η ζωγραφική της δεινότητα, που κινδυνεύει, θα έλεγα, να επισκιάσει τον χειμαρρώδη αισθηματικό της πλούτο. Όμως η δύναμη της απλότητας στη σύνταξη των ποιητικών της μορίων είναι τόσο έντονα παρούσα πού, τελικά, διασώζει την ιδέα. Και παράλληλα, βέβαια, εντείνει την διαύγεια και την χρωματική αρμονία των ποιητικών της στοχασμών. Όμως ο πρώιμος καύσωνας περιλούζει κιόλας το γραφείο μου. Ελπίζω, παρατώντας προσωρινά τη μελέτη μου, να επανέλθω σύντομα.

Σάββατο βράδυ, 14 Μαΐου.

Βιάζομαι να σημειώσω πάλι τις εντυπώσεις μου. Τώρα για τη γλώσσα. Και όχι μόνο. Γιατί λ.χ. η Ελένη ανακυκλώνει διαρκώς τις έννοιες του Χρόνου και της θλίψης; γιατί επανέρχεται διαρκώς στο θέμα της διάψευσης των ονείρων; στην κατάρρευση των ελπίδων και την ματαίωση των προσδοκιών της; πως συνάπτεται ή, έστω, σχετίζεται ο Χρόνος με την λύπη; τι είναι αυτό που ενισχύει διαρκώς την απόφασή της να μην παραδοθεί αμαχητί στην ανυπαρξία του Χρόνου; αλλά, αντίθετα, να κατορθώνει να μεταποιεί όλη αυτή τη συσσωρευμένη οδύνη σε Ποίηση; και, μάλιστα, μέσα από, έναν, τόσο αστραφτερό, λιτό, αλλά και τόσο μεστό λόγο; και όλο αυτό με μιαν ωριμότητα που εκπλήσσει όχι μόνο για την τόσο γοργή ανέλιξή της και την καθαρά λογοτεχνική της δομή αλλά – και ιδιαίτερα – για την ιδεολογική της συγκρότηση; και, κυρίως για την τόσο αυστηρή γλωσσική οικονομία που κατόρθωσε να οργανώσει ο ζωντανός, περιγραφικός της λόγος; πως άραγε συμβαίνουν όλ’ αυτά μέσα σε τόσο λίγο χρόνο; είναι μια έμφυτη παρόρμηση; είναι μια έμπνευση από μιαν άγνωστη πηγή, ένας οίστρος ποιητικός, μια ξαφνική αισθηματική φωταύγεια;

Όλ’ αυτά και άλλα πολλά γυροφέρνουν στον νου αυτό το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα είναι κιόλας και η νύχτα ετούτη επιμένει να με κρατάει άγρυπνο στην προσπάθειά μου να διαγνώσω την αφετηρία όλων αυτών των ζητημάτων. Αλλά γιατί άραγε;

Θαρρώ πως το μοναδικό ενδιαφέρον δεν πρέπει να είναι άλλο από το εξαίρετο αυτό βιβλίο και τις εντυπώσεις που μου δημιούργησαν οι ολιγόστιχες ομολογίες, οι διαπιστώσεις, οι συγκινήσεις, ακόμα, και οι φιλοσοφικές προσεγγίσεις της Ελένης στην τελευταία της ποιητική δημιουργία με τον τίτλο «Επτά και μισή λύπη». Έτσι, λοιπόν, δεν θάθελα να κλείσω αυτές τις εντυπώσεις, όσο κι αν η νύχτα είναι πια προχωρημένη, κοντεύει 2 μετά μεσάνυχτα, χωρίς να καταθέσω τις σκέψεις και τις συγκινήσεις που μου δημιούργησε το έργο της Ελένης σ’ εμένα, τον ίδιο. Γιατί η Ελένη, χωρίς να το επιδιώξει, μέσα από την πλημμυρίδα της αυθορμησίας της ανοίγει σε κάθε ευαίσθητο ακροατή της φωνής της έναν πελώριο ορίζοντα στοχασμού.

Η πνευματική ζωή του ποιητή, σκέφτομαι, δεν είναι και πολύ αξιοζήλευτη. Κι αυτό επειδή είναι ένας αδιάκοπος αγώνας υπέρβασης, υπερίσχυσης των προσωπικών του συγκινήσεων από το ατομικό στο καθολικό, από το πρόσκαιρο στο αιώνιο. Αλλοιώς για ποιόν λόγο θα έγραφε; και τι νόημα θα είχε όλη αυτή η προσπάθεια, αν δεν κατόρθωνε να παγιώσει έναν λόγο που, παρά την καθολικότητα που επιδιώκει, δεν προσδιορίζει το ατομικό του στίγμα στην άναρχη και ατελεύτητη αιωνιότητα του έντεχνου Λόγου;

Η ζωή του ποιητή είναι στέρηση, είναι δοκιμασία.

Η Ελένη γράφει ζωγραφίζοντας. Και ζωγραφίζει γράφοντας ποίηση. Που ερωτοτροπεί η ζωγραφική της; κάπου ανάμεσα στον νατουραλισμό και τις εξπρεσιονιστικές αναζητήσεις του 20ου αιώνα; Ίσως. Και που αναζητεί τις ρίζες της η ποιητική της δημιουργία; σε μια λυρική θεώρηση του σύμπαντος κόσμου; ή μήπως σε φιλοσοφικές ενατενίσεις του μεγάλου μυστηρίου της Ζωής; είναι όλα αυτά; ή μήπως, τίποτα απ’ όλ’ αυτά; μορφές, όνειρα, σχήματα, πρόσωπα ιδεατά ή ανύπαρκτα, ο Χρόνος, η θλίψη, όλα έρχονται, αστράφτουνε για μια στιγμή, ψιθυρίζουν, βοούν, κραυγάζουν, κλαίνε ή γελούν, στοιχειοθετώντας μια γλώσσα παράδοξη, μυστηριακή. Που, τελικά, δεν είναι άλλο, παρά ένας αίνος στο Μέγα Θαύμα της Δημιουργίας. Η Ελένη επιχειρεί να μας δείξει πως όλα στο Σύμπαν είναι ΕΝΑ. Και πως όλα συμβαίνουν εδώ και τώρα. Και πως εμείς δεν είμαστε παρά κομπάρσοι που τοποθετηθήκαμε κάποτε από τον Μεγάλο Σκηνοθέτη για να πλαισιώσουμε το δράμα της Ζωής. Και σκέφτομαι ακόμη, τι νόημα τάχα θα είχε κάθε προσωπική ζωή, όσο επιτυχημένη κι αν είναι, αν δεν αναζητούσε την αφετηρία της; Και, ακόμη παραπέρα, τον σκοπό της ύπαρξής της; η Ελένη στοχάζεται. Η Ελένη ερευνά. Πάσχει, ορθώνεται πέφτει, εγείρεται αλλά δεν παραδίνεται. Αγωνιά αλλά και αγωνίζεται. Ο βαθύς στοχασμός της έτσι κατορθώνει τελικά να συγκροτήσει έναν εξαιρετικά λιτό ποιητικό λόγο, ξεπερνώντας παλιότερες αδυναμίες, με μεθοδευμένη οικονομία και άρτια συγκρότηση. Αισθηματική και στιχουργική. Έτσι εναρμονίζει στην εντέλεια το καθάριο και το ακάθαρτο, το καλό και το κακό, όλες εκείνες τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις της Ύπαρξης. Όχι μόνο του προσωπικού της βίου αλλά της Ζωής γενικότερα. Και, θαρρώ, πως αυτό είναι το τελευταίο της κατόρθωμα καθώς η φιλοσοφική της κατάρτιση υπερβαίνει τον κίνδυνο του θρήνου και του στεγανού της εγκλεισμού στο «Εγώ», προσφέροντάς μας έτσι μια δυνατότητα έρευνας και μέθεξης στον προβληματισμό και τα προσωπικά της βιώματα. Που, γι αυτό, προσλαμβάνουν πλέον έναν καθολικό χαρακτήρα. Κι από την άποψη αυτή, η ποίηση της Ελένης δεν αναζητεί απλά αναγνώστες. Αναζητεί μύστες.

Η νύχτα, όμως, προχώρησε πολύ και το γράψιμο γίνεται δύσκολο πιά. Τ’ αφήνω για αύριο, ίσως. Θέλω, άλλωστε, να ακούσω τον χαιρετισμό του γκιώνη που άρχισε το ξενύχτι του στην αντικρινή μου λεύκα.

Κυριακή πρωί, 15 Μαΐου.

Βιάζομαι να καταθέσω εδώ τις τελευταίες μου παρατηρήσεις για το βιβλίο της Ελένης. Θέλω να ολοκληρώσω τη θέαση αυτή πριν ατονήσουν οι συγκινήσεις και οι σκέψεις που μου δημιούργησε. Αν και μοιάζουν ατελείωτες. Μια τελευταία ματιά. Σελίδα, σελίδα. Μια φωνή «εκ βαθέων» μου υπαγορεύει να σημειώσω το στέρεο βιωματικό της υπέδαφος. Την γόνιμη μνήμη που την μεταπλάθει σε ιδανικές προϋποθέσεις ποιητικής έξαρσης και εγκάρδιας οικειότητας. Τον ιδεαλιστικόν έρωτα που δειγματίζει μια ξεχασμένη πλέον στους καιρούς μας ηθική ζωή. Την εσωστρέφεια που καρποφορεί ως στοχασμός και όχι καταθλιπτική στειρότητα. Την ειλικρίνεια χωρίς να ολισθαίνει στον διδακτισμό. Την υπερρεαλιστική ελευθερία, χωρίς όμως, γλωσσικές ακροβασίες. Την φιλοσοφική ματιά χωρίς ιδεοκρατικές αποβλέψεις. Την επιγραμματική συχνά αφήγηση, χωρίς εντούτοις να ενοχλεί. Επειδή η εκφραστική ιδιαιτερότητα της Ελένης ενώ καλλιεργείται μέσα σ’ έναν πνευματικό μυστικισμό, δεν επιδιώκει – καθόλου μάλιστα – έναν επηρμένο αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Και το αποτέλεσμα υπερβαίνει θαρρώ τις προσδοκίες της, στοιχειοθετώντας μια ποίηση ξεχωριστή, άρτια, που, χωρίς να θέτει μεγαλεπήβολους στόχους, κατορθώνει, εντέλει, να κατακτήσει μια θέση ξεχωριστή στη σύγχρονη ποιητική μας παραγωγή. Επειδή είναι η θέρμη μιας αόρατης και απροσδιόριστης Πίστης που γεύεται τις πλούσιες βιωματικές της εμπειρίες. Και όχι μονάχα του αισθητού μας κόσμου αλλά και του υπεραισθητού. Και είναι αυτή η Πίστη που υφέρπει σε ολόκληρη την ποιητική της διαδρομή βλέποντας διορατικά τις αστραφτερές αντανακλάσεις στον κόσμο μας μιας άλλης, Θείας Πραγματικότητας. Έτσι, αποφεύγοντας την επιδίωξη μιας υποβολής αισθηματικών κραδασμών αλλά και την υπερβολή αισθητικών εντυπώσεων, καταθέτει με αποφασιστικότητα αλλά και με υψηλό ήθος μιας αξιοζήλευτης πνευματικής αφοσίωσης ένα έργο άμεσα πνευματικό, διαυγές στην αναζήτηση της Αλήθειας, ανάλαφρο στην εκφορά του, απέριττο, στέρεο, χωρίς ούτε στιγμή να επιδιώκει την δημιουργία εντυπώσεων. Ένα έργο που είμαι βέβαιος πως δεν θ’ αφήσει κανέναν αναγνώστη του αδιάφορο. Τώρα και στο μέλλον.

 

 

* Βάσος Ηλία Βογιατζόγλου στην Νέα Ιωνία τον Μάιο του 2022

 

Πηγή: Fractal

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.