«Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία» | Προδημοσίευση στο Bookpress

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το υπό έκδοση λεύκωμα «Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), της Ελένης Παπανδρέου, στο Bookpress (επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός).

 

«Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία» της Ελένης Παπανδρέου (προδημοσίευση)
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Ελένης Παπανδρέου «Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία», το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Ιούλιο από τις εκδόσεις Ιωλκός. Το βιβλίο έχει τη μορφή λευκώματος και περιλαμβάνει ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τη Συρία πριν τον πόλεμο μαζί με έξι αλληγορικές ιστορίες, εμπνευσμένες από τις αντίστοιχες φωτογραφίες.

 

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

 

Ζωή σαν παραμύθι

Κανένας δεν είχε αγαπήσει τα παραμύθια όπως ο γερο-Ζαχράν. Η κραυγή που τον έφερε στον κόσμο ήταν η αρχή για το δικό του παραμύθι. Μάνα δεν είχε ο Ζαχράν, μα φώναζε «μάνα» τη γιαγιά Σάχιρα. Με μικρές μπουκιές, που φούσκωναν τα ροδαλά μαγουλάκια, και με παραμύθια τον τάιζε η γιαγιά. Μια μπουκιά σφίχα και ο κακός βασιλιάς έβγαινε από την κρυψώνα του, δυο κουταλιές μουχάμαρα και η σοφή καμήλα γελούσε με τα παθήματα του χωριάτη. Οι ιστορίες τελείωναν πάντα με φιστίκια, ανθόνερο, αλεύρι και φυσικά, μπόλικη ζάχαρη, για να γλυκαίνει η ψυχή του από τα παθήματα των ηρώων. Άλλο τρόπο δεν ήξερε ν’ ανθίζει ο μικρός Ζαχράν από το να μπαινοβγαίνει στον αόρατο κόσμο κρατώντας στα χέρια λέξεις που φώτιζαν την ψυχή του. Ο πατέρας του ήταν δικαστής, άνθρωπος σοφός, χωμένος στα βιβλία και στα προβλήματα του κόσμου. Παρακολουθούσε τον γιο του να μεγαλώνει από τη θέση ενός παρατηρητή και με τη βαριά αίσθηση του καθήκοντος τακτοποιημένη μαζί με τις υπόλοιπες δικαστικές του εκκρεμότητες.

Η Μάχα, η μάνα του, ήταν πλασμένη από τα υλικά του ανοιχτού ορίζοντα. Σύννεφα και ταξιδιάρικα πουλιά κατοικούσαν μέσα της και στα μεγάλα μάτια της η βροχή εναλλασσόταν με το φως. Τρεφόταν αποκλειστικά με παραμύθια. Πρώτα τα έκοβε σε μικρά κομμάτια και μετά με βιαστικές κινήσεις απομάκρυνε όλες τις κοφτερές αλήθειες σε μεγάλα σακιά λύπης, που ποτέ δεν αναγνώριζε για δικά της. Από τα υπόλοιπα κομμάτια των παραμυθιών ξεστάχυαζε τα όνειρα, τα οποία τοποθετούσε στα στρογγυλά ντουλαπάκια του μυαλού της. Χρειαζόταν τα όνειρα για ν’ απομακρύνει τους κάθε είδους λεκέδες της καθημερινότητας. Ήταν μια διαδικασία ιδιαίτερα επώδυνη για τους ήρωες των παραμυθιών, καθώς βασανίζονταν με τις απροσδόκητες εξελίξεις της ιστορίας, που εκείνη όριζε.

Η γιαγιά την καλωσόρισε για κόρη της μ’ ένα παραμύθι για ένα σύννεφο, που τόσο αγάπησε τη γη, ώστε έγινε λίμνη. Πουλιά ζητούσαν να επιστρέψει η λίμνη στον ουρανό, μα ήταν η γη τόσο διψασμένη που ρούφηξε τη λίμνη.

Μία κοφτερή αλήθεια την είχε φέρει ένα χειμωνιάτικο πρωινό τυλιγμένη σ’ ένα χοντρό βαμβακερό σεντόνι στην εξώπορτα του σπιτιού της γιαγιάς Σάχιρα. Η γιαγιά την καλωσόρισε για κόρη της μ’ ένα παραμύθι για ένα σύννεφο, που τόσο αγάπησε τη γη, ώστε έγινε λίμνη. Πουλιά ζητούσαν να επιστρέψει η λίμνη στον ουρανό, μα ήταν η γη τόσο διψασμένη που ρούφηξε τη λίμνη. Στη θέση της φύτρωσαν δέντρα με φύλλα φτιαγμένα από νερό βροχής. Αχόρταγα τα πουλιά με μικρά τσιμπολογήματα έπιναν το νερό και το σύννεφο ταξίδευε πάλι στον ουρανό. Όταν η γιαγιά τελείωσε, το παραμύθι, που γνώριζε τα μελλούμενα, της δάγκωσε την καρδιά. Η μικρή Μάχα χαμογέλασε και στύλωσε τα μάτια στο ανοιχτό παράθυρο. Θ’ αργούσε πολύ ακόμη να βρέξει.

Μεγαλώνοντας η Μάχα γινόταν όλο και πιο απόμακρη. Προτιμούσε να μιλά στα πουλιά, να διαβάζει τον καιρό και να χάνεται σε μακρινούς περιπάτους. Μια περίεργη διάθεση φυγής φούσκωνε μέσα της σαν μια θάλασσα ήρεμη μα και σκοτεινή, με θεριά κρυμμένα κάτω από τους αχνούς ιριδισμούς της επιφάνειας. Μάταια η γιαγιά Σάχιρα προσπαθούσε να την κρατήσει στη γη, η Μάχα άφηνε αέρηδες δυνατούς να τρέφουν την ψυχή της. Τέτοιος αέρας ήταν και ο έρωτάς της για έναν άντρα που έμοιαζε με βράχο, τον πατέρα του Ζαχράν. Η γιαγιά πάλεψε να της αλλάξει γνώμη, μα εκείνη άκουγε μόνο τον αέρα μέσα της, που όλο και με μεγαλύτερη μανία πάλευε να λειάνει τον βράχο. Κι αν στην αρχή ο βράχος ήταν ένα καταφύγιο, γρήγορα μετατράπηκε σε χρυσή φυλακή. Γέμισαν οι εσοχές του με αντίλαλους του βοριά, ώσπου δεν έμεινε ίχνος γης μέσα της.

Έκανε υπομονή μέχρι να γεννηθεί ο γιος της, το τελευταίο προπύργιο αυτού του κόσμου. Όταν κατάλαβε πως τίποτα πια δεν μπορούσε να την κρατήσει, τον αποχαιρέτησε μ’ ένα παραμύθι και πέταξε μέσ’ από το ανοιχτό παράθυρο για τις χώρες που τόσο είχε ονειρευτεί. Κάποιοι είπαν πως επέστρεψε στ’ αερικά —την πραγματική της οικογένεια—, άλλοι είπαν πως την είδαν να λέει τη μοίρα σε περαστικά πανηγύρια. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν επέστρεψε ποτέ, παρά μόνο ως μια βιαστική φιγούρα στα σύννεφα λίγο πριν γίνουν βροχή. Όταν έφυγε, η γιαγιά Σάχιρα πήρε τον μικρό Ζαχράν αγκαλιά κι έκλεισε για πάντα το παράθυρο που είχε ανοίξει η Μάχα. Μια κλωστούλα ήταν το μωρό, αλλά εκείνη γνώριζε πως πάνω του θα ύφαινε τα παραμύθια. Οι ήρωες γέμισαν το παιδικό δωμάτιο και η γιαγιά ξεκίνησε με το παραμύθι ενός σύννεφου, που κατέβηκε στη γη τυλιγμένο σ’ ένα χοντρό βαμβακερό σεντόνι. Έτσι, η μορφή της μητέρας του πέρασε στα παραμύθια και όσο η απουσία της μεγάλωνε, τόσο θέριευε η ανάγκη του μικρού αγοριού να τη συναντά μέσα τους.

Πηγή: Bookpress

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.