Κείμενο του Θ. Τσάμη για το αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης που πραγματοποιήθηκε στις 21/3/2025 στο Μαλλιαροπούλειο Δημοτικό Θέατρο Τρίπολης, δημοσιευμένο στην εφημερίδα Οδός Αρκαδίας.
Στην εκδήλωση συμμετείχαν οι: Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης, Δέσποινα Καραμέτου, Χρύσα Στρίκου, Μαρία Δάτσικα, Γιώργος Πισσάνης, Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης, Αθανασία Κρατημένου, Αθανασία Δρακοπούλου, Αντώνης Σκιαθάς, Αθηνά Τιτάκη, Ζέτα Μπελαούρη, Νάνσυ Μπασδέκη, Ελίνα Αφεντάκη, Παναγιώτης Ι. Ηλιόπουλος, Περικλής Κατσαούνης, Κωνσταντίνα Χ. Κυρίμη και Γ. Δ. Αναγνώστου.
***
Πώς μια πόλη παραδόθηκε στη γοητεία των λέξεων
Οι αλώσεις συνήθως γράφονται με αίμα. Με πολιορκίες που κρατούν μήνες, με στρατούς που στήνουν καταυλισμούς γύρω από τα τείχη, με ηγέτες που δίνουν εντολές από σκονισμένες σκηνές. Με φωτιά και σίδερο. Αλλά αυτή η άλωση δεν έγινε έτσι.
Αυτή η άλωση ήρθε αθόρυβα, χωρίς ιαχές πολέμου, χωρίς πυρπολήσεις, χωρίς λεηλασίες. Ήρθε με φωνές ανθρώπων που δεν κρατούσαν όπλα, αλλά βιβλία. Ήρθε με μια ορδή από στίχους που κύκλωσε την πόλη και την ανάγκασε να υποκύψει. Και η Τρίπολη έπεσε. Έπεσε αμαχητί.
Η προέλαση των ποιητών ξεκίνησε από το πρωί. Σκορπίστηκαν στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της πόλης και ύπουλα, μεθοδικά, ξεκίνησαν να ψιθυρίζουν στα μικρόφωνα. Ο αέρας γέμισε λέξεις, οι φράσεις τους πετάχτηκαν έξω από τα ηχεία, γλίστρησαν από τις ανοιχτές πόρτες, τρύπωσαν μέσα από χαραμάδες.
Ο κόσμος που άκουγε ίσως δεν το κατάλαβε αμέσως. Μπορεί να συνέχιζε τις δουλειές του, να έπινε τον πρωινό του καφέ, να περπατούσε στους δρόμους της πόλης όπως κάθε μέρα. Αλλά μέσα του κάτι είχε αλλάξει. Κάτι είχε αρχίσει να μετακινείται. Και όταν ήρθε η νύχτα, όταν τα φώτα άναψαν στη σκηνή του Μαλλιαροπούλειου Θεάτρου, τότε κατάλαβαν. Δεν υπήρχε διαφυγή.
Δεκαέξι ποιήτριες και ποιητές στάθηκαν στη σκηνή και επιτέθηκαν κατά μέτωπο. Τρεις πραγματοποίησαν ψηφιακή παρεμβολή. Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης, Δέσποινα Καραμέτου, Χρύσα Στρίκου, Μαρία Δάτσικα, Γιώργος Πισσάνης, Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης, Αθανασία Κρατημένου, Αθανασία Δρακοπούλου, Αντώνης Σκιαθάς, Αθηνά Τιτάκη, Ζέτα Μπελαούρη, Νάνσυ Μπασδέκη, Ελίνα Αφεντάκη, Παναγιώτης Ηλιόπουλος, Περικλής Κατσαούνης, Χλόη Κουτσουμπέλη, Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Κατερίνα Γκιουλέκα, με μπροστάρη τον Γ. Δ. Αναγνώστου. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο, με τη δική του φωνή. Άλλοι ψιθύρισαν, άλλοι βροντοφώναξαν. Κάποιοι στάθηκαν ακίνητοι, σαν στήλες λόγου που πάγωσαν στο χρόνο, άλλοι κινήθηκαν νευρικά, σαν να πάλευαν να ελευθερώσουν κάτι που δεν χωρούσε πια μέσα τους.
Οι λέξεις τους δεν έμειναν στο θέατρο. Ξεχύθηκαν έξω, από τους ογκώδεις τοίχους του. Σκαρφάλωσαν στα κτίρια, κύκλωσαν τις πλατείες, σύρθηκαν μέσα από τις πλάκες των πεζοδρομίων. Γαντζώθηκαν στα αυτιά των ανθρώπων, τρύπωσαν μέσα στα μάτια τους. Όσοι βρίσκονταν εκεί, όσοι έβλεπαν και άκουγαν, δεν μπορούσαν να γλιτώσουν.
Όταν κάποιος ακούει ποίηση, την πραγματική ποίηση, δεν μπορεί να την απωθήσει. Δεν μπορεί να γυρίσει την πλάτη του και να συνεχίσει τη ζωή του σαν να μην συνέβη τίποτα. Και η Τρίπολη το ήξερε. Για πρώτη φορά, η πόλη δεν ήταν μόνο δρόμοι, κτίρια και άνθρωποι που ζουν σ’ έναν καθημερινό ρυθμό. Για πρώτη φορά ξέφυγε από τις επικλήσεις των κεκοιμημένων. Για πρώτη φορά, η Τρίπολη ήταν οι ζώσες λέξεις.
Και όταν η βραδιά τελείωσε, όταν οι ποιητές άφησαν πίσω τους τη σκηνή, η Τρίπολη δεν ήταν πια η ίδια. Δεν μπορούσε να είναι. Δεν υπήρξαν λάφυρα, δεν υπήρξαν ηττημένοι. Δεν υπήρξε δήλωση παράδοσης. Η πόλη αλώθηκε χωρίς να το καταλάβει, γιατί η ποίηση δεν χρειάζεται άδειες για να εισβάλει. Δεν ρωτάει, δεν περιμένει. Έρχεται και κατακτά.
Και τώρα; Οι ποιητές μπορεί να έφυγαν, αλλά η Τρίπολη δεν τους ξεφορτώθηκε. Κάπου εκεί, στα παλιά νεοκλασικά κτίρια, στις ευθυτενείς πολυκατοικίες, στα μεγάλα και μικρά καφενεία, στις αυλές των σχολείων, κάποιοι ψιθυρίζουν ακόμα στίχους. Και τα λόγια ταξιδεύουν, μεταφέρονται από στόμα σε στόμα, από βλέμμα σε βλέμμα.
Η πόλη δεν μπορεί να αμυνθεί. Έπεσε. Και η ποίηση κυβερνά.
Πηγή | Copyright: Οδός Αρκαδίας