Θάνος, Γιώργος

Ο συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων «Τα καύκαλα» (εκδόσεις Ιωλκός, 2019), Γιώργος Θάνος, δίνει συνέντευξη στο περιοδικό τέχνης «Μανδραγόρας».

Ακούστε τη συνέντευξη εδώ: Μανδραγόρας 23mg | Γιώργος Θάνος

 

***

Τα καύκαλα

Τα δεκαεννέα διηγήματα, που απαρτίζουν «Τα καύκαλα», είναι νοτισμένα από την υγρασία της ελληνικής επαρχίας· ακόμα και οι ιστορίες, που φαινομενικά διαδραματίζονται στη μεγάλη πόλη, κουβαλούν επάνω τους την επαρχιακή πάχνη.
Οι θεματικές του βιβλίου εκτείνονται από τις στεγνές ημέρες της οικονομικής κρίσης ως το συλλογικό τραύμα του εμφυλίου και περνούν από το ασφυκτικό πλαίσιο της ελληνικής οικογένειας σε χαρακτήρες καθημερινούς που τραβούν λοξή πορεία. Η μνήμη και η διαχείρισή της, τα σφιχτά δεσμά της μικρής πόλης και της οικογένειας, ο θάνατος και η ενηλικίωση είναι μερικά από τα ζητήματα που βρίσκονται στον πυρήνα των διηγημάτων της συλλογής.

 

 

***

Για τον συγγραφέα

Ο Γιώργος Θάνος γεννήθηκε το 1984. Ζει στην Αθήνα κι εργάζεται ως παραγωγός ψηφιακού περιεχομένου. Πεζογραφήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.

 

 

***

Μέλι

Κάθε φορά που άνοιγε την τζαμόπορτα, τον τύλιγε καθησυχαστικά η βαριά βουτυρίλα. Βούτυρο και βουνίσιο μέλι, μυρωδιές που πάντοτε τον προστάτευαν, υφαίνοντας γύρω του πυκνό κουκούλι.

Τα γαλακτοπωλεία ήταν από τα μέρη που βαθιά τον ηρεμούσαν. Αυτά τα μαγαζιά, αλλά και τα ζαχαροπλαστεία, όταν είναι αυτής της κοπής, είναι μέρη λαϊκά. Τίποτε δεν είχε να φοβηθεί από μαστόρια, χτίστες και μπογιατζήδες, ούτε καν από τους εργολάβους, που περιουσίες ολόκληρες στήσανε πάνω στα τσίγκινα τραπέζια. Ούτε λόγος, βέβαια, να γίνεται για τις ύποπτες φάτσες που συχνά πυκνά μαζεύονταν σε τέτοια μέρη· καθένας τους κοιτούσε τη δουλειά του μοναχά. Αφήνει πια τους επαρχιώτες, αυτοί είχανε τα μάτια κατεβασμένα σε τεφτέρια, εξετάσεις ιατρικές και πιστοποιητικά του δημοσίου.

Από το δικό του το χωριό σπάνια περνούσε κανείς από τα δυο-τρία γαλακτοπωλεία που σύχναζε. Τα λεωφορεία τους ήτανε από την άλλη μεριά και οι κατεβασμένοι στην Αθήνα επαρχιώτες δε συμπαθούνε τις μεγάλες βόλτες ούτε αλλάζουν εύκολα μαγαζιά. Μα ακόμα κι αν πετύχαινε κανένα γνωστό του πάνω από τον ταβά με τα ρυζόγαλα ο Μιχάλης, σπάνια διέκρινε βλέμμα αδιάκριτο ή επιτιμητικό – ξέρανε οι περισσότεροι και καταλαβαίνανε.

Όταν ήτανε μικρός, θυμάται τη μεγάλη του αδερφή να βουτά το δάχτυλό της στο πήλινο με το μέλι και να του το δίνει να το πιπιλίσει όταν αχάραγα ξυπνούσαν. «Για να μη σου κλέψει τη φωνή η αηδόνα» του έλεγε. Τον λίγωναν η βαριά μυρωδιά του μελιού και ο φόβος της τρομερής αηδόνας και ρουφούσε το δάχτυλο λαίμαργα. Ήταν μικρό το χωριό και το έζωναν οι θρύλοι· ιδιαίτερα έτρεμαν το βούβαγμα, το χάσιμο της φωνής από νεράιδα ή δαιμονικό. Ο χαζο-Γιάννης που έμενε στην άκρη του χωριού είχε από παιδί ολότελα μουγγαθεί. Νεραϊδοπαρμένος λέγανε οι γριές και σταυροκοπιόνταν.

[…]

«Τα καύκαλα», Γιώργος Θάνου, εκδ. Ιωλκός, σελ. 53-54.

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.