Η Μιλένα Ζαφειροπούλου συστήθηκε πρόσφατα με τη συλλογή διηγημάτων της «Θυσανοσωρείτες και άλλα φαινόμενα» στην Book Press.
***
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δε γνωρίζει τίποτε για εσάς;
Οι Θυσανοσωρείτες είναι ένας όχι συνηθισμένος σχηματισμός νεφών, σύντομης διάρκειας, που προαναγγέλλει αλλαγή του καιρού, είτε ένα επερχόμενο θερμό μέτωπο είτε καταιγίδα. Τόσο στο ομώνυμο διήγημα, όσο και στα υπόλοιπα έντεκα της συλλογής, οι ηρωίδες και οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με κάτι ή κάποιον που αναστατώνει τη ροή της καθημερινότητάς τους, άλλοτε εφήμερα, άλλοτε με διάρκεια. Οι ιστορίες μου αποτυπώνουν τη διαδικασία που προκάλεσε τη συσσώρευση των «νεφών» στη ζωή τους, τη στιγμή της εκδήλωσης του φαινομένου και την απόληξή του, πως τους άφησε μετά το πέρασμά του.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη μία συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Απαντώ περήφανα ναι, άλλη μία συγγραφέας. Από νεαρή ηλικία απολαμβάνω να περνώ πολλές ώρες στα βιβλιοπωλεία, μεγάλα και μικρά, κεντρικά και απόκεντρα, να αγγίζω, να ξεφυλλίζω, να διαβάζω αποσπάσματα και σταθερά να θαυμάζω την ολοένα αυξανόμενη παραγωγή βιβλίων. Αυτό είναι γοητευτικό και κάνει την επιλογή συγγραφέα και τίτλου πιο ενδιαφέρουσα. Κάθε συγγραφέας φέρνει τη γλώσσα και το ύφος του, που είναι το πρώτο που από πλευράς μου διακρίνω και μετά τα πρόσωπα που δημιουργεί και τις ιστορίες στις οποίες τα εμπλέκει. Το καινούργιο ή η πρωτοτυπία δεν είναι αυτοσκοπός, είναι ευχάριστο όταν το συναντάμε, αλλά το σημαντικό είναι, κατά την άποψή μου, να μας γοητεύει η γραφή, να μας δημιουργεί την επιθυμία να βυθιστούμε σε αυτήν, να διαβάσουμε κάτι που μας κάνει να γυρνάμε τις σελίδες ευχάριστα και γιατί όχι αχόρταγα. Η μυθοπλασία ευτυχώς δεν έχει όρια ούτε numerus clausus. Οι αναγνώστες ως τελικοί κριτές, θα αγκαλιάσουν, θα αναδείξουν, θα στηρίξουν τις/τους συγγραφείς για να κάνουν και το επόμενο, μετά το πρώτο, βήμα τους.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Ο κόσμος των λέξεων είναι ο κόσμος στον οποίο αισθάνομαι ασφάλεια. Μου αρέσει να δουλεύω, ενίοτε να πειραματίζομαι με αυτές και να τις χρησιμοποιώ για να φτιάξω τον μικρόκοσμο κάθε ιστορίας. Είναι μια διαδικασία απολαυστικά επίπονη. Όταν αποφάσισα να εξωτερικεύσω τα κείμενά μου, είχα την τύχη να συναντήσω άξιους δασκάλους σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής που παρακολούθησα, όπως τον Κώστα Κατσουλάρη και την Έλενα Μαρούτσου, που αφ’ενός με βοήθησαν να τιθασεύσω την αυτοαναφορικότητα και το βερμπαλισμό που χαρακτήριζαν την πρώιμη γραφή μου ώστε να συγκεντρωθώ στη δομή και την πλοκή, αφ’ετέρου να απελευθερώσω τη φαντασία μου και να εμπιστευθώ τη δύναμή της. Ο Γιάννης Μακριδάκης πάλι, που γνώρισα σε ένα σεμινάριο γραφής στην Ικαρία, με έμαθε όπου βρίσκομαι να αφουγκράζομαι και να παρατηρώ ουσιαστικά τους ανθρώπους γύρω μου αντί να κλείνομαι στο στεγανό κουκούλι του εαυτού μου. Αυτοί οι συγγραφείς με τον τρόπο τους με καθοδήγησαν να βρω τη δική μου συγγραφική φωνή και τους ευχαριστώ. Έτσι, έγραφα και έγραφα και σιγά σιγά οι ιστορίες άρχισαν να ξεχύνονται αβίαστα.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες -κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.α.- τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Όταν ήμουν μικρή, η μητέρα μου που ήταν ζωγράφος, με πήγαινε συχνά σε εκθέσεις στην Εθνική Πινακοθήκη και θυμάμαι ότι καθόμουν μπροστά σε πίνακες και σκαρφιζόμουν ιστορίες: το πριν και το μετά της αποτυπωμένης σκηνής. Τώρα, συχνά καθώς δουλεύω ένα κείμενο, σκέφτομαι την εικαστική απόδoση μίας σκηνής, της εναρκτήριας που δημιουργεί το κλίμα ή την κατάληξή της. Παράλληλα, επειδή αγαπώ πολύ τον κινηματογράφο, τόσο τα αργά πλάνα όσο και τις γρήγορες σκηνές, έχω την αίσθηση ότι αρκετά διηγήματά μου έχουν κινηματογραφικό βλέμμα, σαν να τα έγραφα σε σεκάνς, άλλες φορές εστιάζοντας σε γκρο πλαν και άλλες χρησιμοποιώντας ευρυγώνιους φακούς. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το διήγημα «Σκοινί ζωής» και φυσικά οι «Θυσανοσωρείτες». Όταν γράφω δεν ακούω μουσική γιατί με αποσπά από το ρυθμό του κειμένου, ενώ μπορώ άνετα να εργασθώ σε ένα θορυβώδη χώρο. Ωστόσο, όταν ολοκληρώσω ένα διήγημα, την πρώτη του εκδοχή τουλάχιστον, συχνά συνειδητοποιώ ότι κάποια μελωδία, ένα μουσικό κομμάτι έχει χαραχθεί στο μυαλό μου. Άλλοτε πάλι, η γραφή ξεκινά από ένα τραγούδι, όπως στο διήγημα «Πολαρόιντ», εμπνευσμένο από το Μοτοκούζι των Στέρεο Νόβα.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Στάθηκα μάλλον τυχερή σε σχέση με τις ιστορίες που ακούω από διάφορους συγγραφείς. Από την αρχή επέλεξα να επικοινωνήσω με λίγους εκδοτικούς οίκους. Σε τρεις εκδότες έστειλα μία ηλεκτρονική επιστολή, συνοδευόμενη από ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα, ρωτώντας τους αν ενδιαφέρονται να εκδώσουν τα διηγήματά μου και σε δύο μόνο έστειλα ταυτόχρονα τα κείμενα απευθείας. Προς μεγάλη έκπληξη του αδαούς αφελούς εαυτού μου, οι πρώτοι ουδέποτε μου απάντησαν, ένας με απέρριψε με την αιτιολογία ότι οι ιστορίες μου δεν ταιριάζουν με τη θεματολογία τους και ο Ιωλκός, μετά από την απαραίτητη αξιολόγηση των κειμένων, απάντησε θετικά. Είμαι πολύ ευτυχής που οι Θυσανοσωρείτες μου βρήκαν ένα φιλόξενο σπίτι στις εκδόσεις Ιωλκός και ευτυχέστερη που το βιβλίο που εκδόθηκε με εκφράζει απόλυτα και αισθητικά.
Πηγή | Copyright: Book Press