5/11/1914: Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία κηρύττουν τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
***
Με βάση τα τόσα στοιχεία, θα ήταν εύκολο να ισχυριστούμε ότι ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνέβη, τουλάχιστον εν μέρει, επειδή ο κόσμος περίμενε ότι θα συμβεί. Πράγματι, παρόμοια βιβλία συνέχισαν να γράφονται ακόμα και αφότου εκπληρώθηκε η προφητεία […]. Ωστόσο, τέτοιου είδους μυθοπλασίες πρέπει να εξετάζονται μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Δεν περίμεναν όλοι οι προφήτες να διεξαχθεί ο πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας. Στην ουσία, πριν το 1900 ελάχιστα έργα αυτού του είδους αφορούσαν σε κάποιο Γερμανό εχθρό. Έχοντας μια αλλόκοτη προαίσθηση, οι συγγραφείς τού «The Great War of 189…», που δημοσιεύτηκε το 1891 στο εικονογραφημένο εβδομαδιαίο περιοδικό Black and White, ξεκινούσαν τον πόλεμο, τον οποίο είχαν φανταστεί εκείνοι, στα Βαλκάνια, με τη δολοφονία ενός μέλους βασιλικής οικογένειας (απόπειρα κατά του πρίγκιπα Φερδινάνδου της Βουλγαρίας, προφανώς από Ρώσους πράκτορες).
Όταν η Σερβία αρπάζει την ευκαιρία να κηρύξει πόλεμο στη Βουλγαρία, η Αυστροουγγαρία καταλαμβάνει το Βελιγράδι, ωθώντας τη Ρωσία να στείλει αμέσως στρατεύματα στη Βουλγαρία. Η Γερμανία τιμά τις δεσμεύσεις της από τη συνθήκη που έχει υπογράψει και κινητοποιείται κατά της Ρωσίας, προς υποστήριξη της συμμάχου Αυστροουγγαρίας, ενώ η Γαλλία τιμά τις δικές της δεσμεύσεις κηρύσσοντας πόλεμο στη Γερμανία προς υποστήριξη της Ρωσίας. Ωστόσο, υπάρχει μια παρέκκλιση στην ιστορία. Αν και αρχικά παρέμεινε ουδέτερη –παρά την παραβίαση της ουδετερότητας του Βελγίου–, η Μεγάλη Βρετανία αποβιβάζει στρατεύματα στην Τραπεζούντα προς υποστήριξη της Τουρκίας, ωθώντας έτσι τη Γαλλία και τη Ρωσία να της κηρύξουν πόλεμο. Ακολουθεί μια κρίσιμη σύρραξη μεταξύ του Βρετανικού και του Γαλλικού Ναυτικού στα ανοιχτά της Σαρδηνίας και δύο σύντομες, αποφασιστικές μάχες έξω από το Παρίσι μεταξύ του Γαλλικού και του Γερμανικού Στρατού –με τη δεύτερη μάχη να κερδίζεται μετά από μια ηρωική έφοδο των Γάλλων.
Niall Ferguson, «Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις Ιωλκός, σελ. 74-75.