12/10/1830: Έρχεται στη ζωή ο επιχειρηματίας Ανδρέας Συγγρός, εκ των μεγαλύτερων εθνικών ευεργετών. Το όνομά του, ωστόσο, συνδέθηκε εν ζωή με τη χειραγώγηση της οικονομίας εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων.
***
Σοβαροί κοινωνικοί μετασχηματισμοί άρχισαν να συντελούνται στην Ελλάδα κατά την πρώτη περίοδο βασιλείας του Γεωργίου Α΄, με αρχιτέκτονα τον Αλέξ. Κουμουνδούρο. Η αστικοποίηση εντείνεται, η αγροτική παραγωγή εμπορευματοποιείται, η ατμοκίνητη βιομηχανία αναπτύσσεται και ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας αλλάζει. Τώρα, δίπλα στα παλαιά αστικά στρώματα της ντόπιας βιομηχανίας και των σταφιδεμπόρων, εμφανίζεται μια νέα τάξη χρηματιστών και μεγαλοεπιχειρηματιών από τη διασπορά.
Εγκαθίστανται στην Αθήνα ο Ανδρέας Συγγρός, ο Β. Μελάς, ο Στέφ. Σκουλούδης, ο Καραπάνος, ο Χρ. Ζωγράφος και άλλοι, που παραμένουν στο εξωτερικό αλλά επενδύουν μεγάλα ποσά στην Ελλάδα. Έχοντας στενές σχέσεις με τους μεγάλους χρηματιστικούς κύκλους της Ευρώπης, μονοπωλούν το τραπεζικό κεφάλαιο και τα ορυχεία, κερδοσκοπούν πάνω στην εγχώρια αποταμίευση διά του Χρηματιστηρίου, ελέγχουν τα δημόσια έργα και τα εξωτερικά δάνεια. Πρωταγωνιστούν ωστόσο και στη δημιουργία ενός μεγάλου κοινωνικού προβλήματος: αγοράζοντας τα τσιφλίκια των Τούρκων μπέηδων της Θεσσαλίας και καθώς διεθνείς συμφωνίες απαγορεύουν την αλλαγή του γαιοκτητικού συστήματος, σύντομα ο θεσσαλικός κάμπος θα ανήκει σε Έλληνες κεφαλαιούχους της διασποράς με συνέπεια τα αστικά πολιτικά προγράμματα να είναι δέσμια αστών που ήταν συγχρόνως και μεγαλογαιοκτήμονες.
Το ελληνικό κράτος, που μέχρι τότε υπεράσπιζε και προωθούσε τη μικρή ιδιοκτησία, ενώ πολεμούσε κάθε προσπάθεια για μεγάλη γαιοκτησία, επιθυμώντας τώρα προσέλκυση κεφαλαίων (που οι νέοι τσιφλικάδες, ως αστοί, διέθεταν), δεν ήθελε να αντιδράσει, «αδυνατώντας» να κατανοήσει πως οι έγγειοι πρόσοδοι της γαιοκτησίας εμπόδιζαν τη διαδικασία εκβιομηχάνισης, που είχε μικρότερα ποσοστά κέρδους. Αντίθετα, σε μια εποχή που η Ελλάδα είχε μεγάλο δημητριακό έλλειμμα, οι προστατευτικοί δασμοί των σιτηρών ανέβαιναν στα ύψη για να αυξάνεται η τιμή τους στην εγχώρια αγορά και να μεγεθύνονται τα κέρδη των τσιφλικάδων, οι οποίοι, για τον ίδιο λόγο, άφηναν μεγάλες εκτάσεις ακαλλιέργητες.
Το κράτος, και την περίοδο αυτή, εξακολουθεί να έχει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση νέων στρωμάτων, στην έλξη υποαπασχολούμενων αγροτικών μαζών, στην άντληση του όποιου οικονομικού πλεονάσματος και στον επιμερισμό του. Η κρατική παρέμβαση παρέμενε αναγκαία για τη δημιουργία σύγχρονης τεχνοοικονομικής υποδομής. Την παρέμβαση αυτή κλήθηκε να υπηρετήσει το Πέμπτον Κόμμα ή Νεωτεριστικόν, όπως ονομάστηκε σύντομα, του παλαιού υπουργού του Κουμουνδούρου, Χαριλάου Τρικούπη.
Κώστας Χατζηαντωνίου, «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας», εκδόσεις Ιωλκός, σελ. 529-530.