12/11/1944: Ο σπουδαίος ποιητής Τέλλος Άγρας αφήνει την τελευταία του πνοή ένα μήνα μετά το χτύπημά του από αδέσποτη σφαίρα στο κέντρο της Αθήνας, την τελευταία ημέρα της Κατοχής.
«Η πολιτεία καταχνιασμένη, / φεύγει, διαλύεται, ξεθυμαίνει…»
«Ποιητικό ημερολόγιο 2005» (επιμ.: Γ. Κορίδης), εκδόσεις Ιωλκός, σελ. 373.
***
Τέλλος Άγρας – Ποιήματα
Λουλούδια κατὰ γῆς
Ἦταν στὶς δόξες τῶν περιβολιῶν
κι ἡ ὥρα τῶν ταξιδιάρικων πουλιῶν,
κι οἱ ἄξαφνες οἱ ἀνάσες, οἱ μισές,
ποὺ εὐκολοκατελοῦν τὶς φυλλωσιές.
Στὸ ἄφραχτο χαμοκάλυβο μπροστά,
λουλούδια ἐσυγκομίζαν σωριατά,
λουλούδια σωρευτά, λογῆς-λογῆς,
χυμένα ἀπὸ πανέρια κατὰ γῆς.
Μὲ τὰ μάτια τὰ φίλησα, πολύ…
Ψυχὴ σιμά μου. Μόνο στὴν αὐλὴ
περιδιάβαζε ἀργὴ περπατησιὰ
καὶ τὴν τύλιγε ἡ ἄκρα μοναξιά.
Κι ἔτσι ἤθελα ἡ θωριά τους μοναχὴ
ν᾿ ἀφήσω νὰ μοῦ πιεῖ ἀπ᾿ τὴν ψυχή…
Μὰ οἱ μνῆμες ἀναζήσανε σ᾿ αὐτὰ
τὰ λουλούδια τὰ χρωματιστά…
Ἔγνοιες, ἀδημονίες, μεταγνωμοί,
μελίσσι ὅλα προστρέξαν στὴ στιγμή,
σὰ νἆταν μαγεμένα ἀπ᾿ τὸν Καιρό,
καθόταν στὰ λουλούδια, ἕνα σωρό.
Τοῦ περβολιοῦ τὸ κέντημα σπαρτὸ
πίκρα καὶ συννεφιὰ ἔγινε μεστό,
κι ἔγιναν τὰ κοτσάνια του σκληρὲς
μύτες, καρφιά, πληγὲς αἱματηρές.
Ἀναποδογυρίστηκε ἡ χαρὰ
βγῆκε ἡ θλίψη, ἀκόμα μιὰ φορά.
Κι ἐστάθηκαν, μακρότατη γραμμή,
θλιμμένα ρόδα διάφανοι καημοί.
Μὰ ἂς εἶναι, ὅταν, στὸν κάμπο τὸ βαθύ,
βουρκώσει ἀστραποβρόχι καὶ χυθεῖ,
κι ὅταν οἱ ἀνέμοι κλάψουνε γοερά,
ποιὸς θὰ μοῦ κλέψει τότε ἀπ᾿ τὴ χαρά;
Καθημερινές
Φτωχογειτονιές, ἔρημες γωνιές,
ἔρημες καρδιές, ψύχρες, παγωνιές,
πού, σὲ μουδιασμένη Κυριακή,
στέκει καὶ σᾶς κλαίει θλιμμένη μουσική!
Προσωπάκια ποὺ ἔφεξαν, δειλὰ
στόματα ποὺ ἡ πίκρα τὰ σφαλᾷ,
ποὺ δὲν ξέρουνε ποτὲς φιλὶ θερμὸ
ἄλλο ἀπὸ τὸν ὕστατο ἀσπασμό,
χέρια κέρινα, παρακαλεστικὰ
ζητιανεύοντας ἀνάξια ψυχικά,
καὶ κομμένα μάτια κι ἰσκιερά-
ὢ σκουντήματα ὡς θανάτου θλιβερά!
Θάνατο κι ἐσὺ ζωσμένο, μοναχό,
ἄμοιρο, ἀψηλὸ Τριαντάφυλλο φτωχό,
ποὺ ἀντὶς νά ῾φεγγες τὴ ρόδινη χαρά,
μοιάζει ν᾿ ἅγιασες ἀπὸ τὴ συμφορά,
γέρνει ἡ ὄψη σου, γέρνει καὶ προσκυνᾷ
τὰ Ἐπιτάφια τὰ καθημερινά…
Φτωχογειτονιές, ἔρημες γωνιές,
καμωμένες γιὰ τὶς μαῦρες παγωνιές,
καμωμένες γιὰ τὶς ἄταφες ψυχές,
καθημερινὲς ψυχὲς καὶ μοναχές,
γιὰ τὰ λείψανα καὶ γιὰ τὶς Κυριακὲς
τῆς ψυχῆς μου, ἐσεῖς πατρίδες μυστικές!
Τῆς ψυχῆς μου ποὺ εἶναι κρύα, καὶ μοιάζει σὰ
δίσκος μὲ σταυρὸ καὶ κόλλυβα χρυσὰ
καὶ στὴ μέση ἕν᾿ ἁγιοκέρι, ταπεινά,
στῆς Ἀγάπης τὰ μνημόσυνα ἀγρυπνᾷ.
Τριαντάφυλλα μιανῆς μέρας
Τριαντάφυλλα μιανῆς ἡμέρας τ᾿ Ἅη Γιωργιοῦ,
στὰ κοριτσίστικα τὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ,
τριαντάφυλλα δικά σου καὶ νὰ τὰ κρατεῖς,
σὰν ἀναπάντεχο καλὸ μεσοστρατίς!
Τὰ πολυδουλεμένα, τριπλοσκαλιστά,
πολύδιπλα, πολύφυλλα, ἀνοιχτά!
τ᾿ ἀγέρι τὰ συγκρούει, τ᾿ ἀγέρι τὸ ψιλό,
καὶ γιὰ ξεφύλλισμα τ᾿ ἀνοίγει ἀπατηλό…
Ἄνοιξη ἡ γειτονιὰ κι ἡ μέρα ζωγραφιά!
Πολὺ ἦταν ν᾿ ἀξιωθῶ παρόμοιαν ὀμορφιά,
-τριαντάφυλλο τὸ στόμα μου τριανταφυλλὶ
τ᾿ ἄνθια τ᾿ ἁμαρτωλὰ στὸ στόμα νὰ φιλεῖ.
(Γίνεται νὰ χωρεῖς τριαντάφυλλο, χωρὶς
τριαντάφυλλο καὶ σὺ στὸ στόμα νὰ φορεῖς;
Κι ἂν γεύτηκες ποτὲ πιοτὸ δροσιστικό,
γιὰ στόμα εἶχες κι ἐσὺ τριαντάφυλλο γλυκό).
Ποτὲς τὰ μάτια μου στὰ μάτια σου μπροστὰ
δὲ μὲ μαρτύρησαν ὅσο στὰ ρόδα αὐτά,
-γιατί ἤσουν ἕνα ἐσύ, μ᾿ αὐτά, κι ἐσὺ μαζί,
καὶ γιατί ἀπάνω τους μεγάλωνες κι ἐσύ.
Γιατὶ τὸ μάντεψα ποιὰν εἶχαν ἀφορμὴ
στὸ δρόμο οἱ πηγαιμοί, στὸ δρόμο κι οἱ ἐρχομοί,
τὰ εὔκαιρα γόνατα-γιὰ τρέξιμο γοργά-
τὰ εὔκαιρα ποὺ ἔπαιζαν τὰ γόνατα ζυγά,
στὸ δρόμο ἢ σ᾿ ἀψηλὸ μπαλκόνι ἀντικρυνό-
-ὢ ἀγάπη τῶν δεκάξι μου χρονῶ.
Τῆς ζωῆς τὰ ρόδα
Νά το, ἀψηλὰ κι ἀπὸ μακρυά,
τὸ παραμύθι τοῦ βορριᾶ!
μὲς τὰ τετράγωνα τὰ μόνα
τὸ παραμύθι τοῦ χειμῶνα.
Κι ἐγὼ τοῦ δρόμου τὸ θολὸ
τὸ μαῦρο σύννεφο φιλῶ
κι εἶμαι, στὰ τρίστρατα τὰ μόνα
τὸ παραμύθι τοῦ χειμῶνα.
Νά το ἀψηλά, νά το μακρυὰ
τὸ παραμύθι τοῦ βορριᾶ!
Ποῦ θά ῾βρω ἐδῶθε, ἄχ! πές μου ξένε,
τὴ ζέστα, ἀγάπη ποὺ τὴ λένε;
Ἐγὼ ποὺ χρόνια κατοικῶ
τὸν δρόμο τὸν ἀγερικό,
πρώτη φορὰ εἶναι ποὺ φοβᾶμαι
μὲ τὸ χειμῶνα ἀπόψε νά ῾μαι…
πρώτη νά φορὰ νὰ πιστευτῶ
τέτοιο ἀκριβό, τέτοιο γραφτὸ
τὸ πῶς ἡ μοῖρα μ᾿ ἔχει κάμει
μιὰ πεταλούδα γιὰ τὸ τζάμι.
Μὰ ἰδές: Γοργὸ κι ἀληθινὸ
κορίτσι βγῆκε ἀπ᾿ τὸ στενὸ
μὲς τὸ φουστάνι ὁποῦ ἀναδεύει
τὰ δυό της πόδια ἀνακατεύει,
γυμνὰ δυὸ πόδια καὶ χυτὰ
καὶ μὲ τί τέχνη εἶναι χτιστά,
καθὼς ὁ ἀγέρας τὰ ξεντύνει,
μὲ τί χαρὰ κι ἐμπιστοσύνη!
Σὰν τὸ πουλὶ ποὺ ἀναπηδᾷ
ἀπὸ κλαδὶ σ᾿ ἄλλα κλαδιά,
ἐχάθηκε ὡς νὰ ξεπροβάλλει
ἀπὸ μία θύρα σὲ μίαν ἄλλη!
-Σκέτο χαρούμενο παιδί,
ποῦ σ᾿ ἔχω βρεῖ; ποῦ σ᾿ ἔχω ἰδεῖ;
δὲν εἶσαι ἡ ἀσταχτομαλλοῦσα
ποὺ χλώμιαζα ὅταν σοῦ μιλοῦσα;
Ῥόδα καὶ μῆλα μάγουλα,
μάγουλα ἀκέρια καὶ καλά,
πῶς σᾶς λαχτάρησεν ὁ τόπος
κι ὁ γερασμένος στρατοκόπος!
Γέλασε ὁ τόπος μονομιᾶς
ὡς τὴν καρδιὰ τῆς ἐρημιᾶς
κι ἀκέρια φούντωσε ἡ μαυρίλα
τῆς ζωῆς τὰ ρόδα καὶ τὰ μῆλα!
Πᾶν
Σώπα! Ὧρες-ὧρες, δὲν ἀκοῦς, βαθιὰ ἀπ᾿ τὸ περβόλι;
Θρηνοῦν οἱ ἀγροτικοὶ θεοὶ τὴν πράσινή τους σκόλη,
γιὰ εἶν᾿ οἱ φλογέρες ποῦ γλυκὰ λαλοῦν ἡ μιὰ στὴν ἄλλη;
(Στὶς στέρνες εἶναι ἡ ὄψη σου, Χινόπωρο, καὶ πάλι!)
Ὡστόσο χτὲς -ἡ ξαστεριὰ δὲ μ᾿ εἶχε ξεπλανέσει-
τὸν εἶδα: δρόμο γύρευε στῶν ἀμπελιῶν τὴ μέση:
τὸ μαδημένο του ἔτρεμε στὴ ράχη τὸ τομάρι,
κι ἐστάθη· ἀπάνω χάραζε καλόβουλο φεγγάρι.
Ξάφνω, τ᾿ αὐτὶ ἔστησε μακριά, στὴν αὔρα ποὺ διαβαίνει,
μ᾿ ἀκοὴ καὶ μάτια μίαν ἠχὼ ζητώντας νεκρωμένη.
Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ νυχτιὰ στὴν παγωνιὰ μουδιάζει.
Κι εὐτὺς τὴ σύριγγά του ἁρπάει, στὰ χείλη του τὴ βάζει…
Παράτονος, μὰ γλυκερός, μῖσος πνιχτὸ στὰ γέλια,
ὁ ξωτικὸς σκοπὸς κακὸ φυσοῦσε ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια,
γοερὸς σκοπός, καὶ σκόρπισεν ἄγνωρη ἀνατριχίλα…
Μὰ νὰ χορέψουν σήκωσε τὰ πεθαμένα φύλλα!