3/7/1943: Οι ναζιστές εκτελούν πενήντα Έλληνες αντιστασιακούς στη Θεσσαλονίκη.
***
Πριν από το τέλος του 1940, οι κόκκινες αφίσες με το μαύρο περίγραμμα, αποτελούσαν κοινό θέαμα στη Γαλλία, όπου ήταν κολλημένες στους τοίχους του Παρισιού και στις πόλεις και τα χωριά όλης της χώρας. Αυτές, προανήγγελλαν τις πρώτες εκτελέσεις ομήρων που γίνονταν σε αντίποινα για αντιγερμανικά περιστατικά. Το Σεπτέμβριο του 1940, ο Ανώτατος Διοικητής του Γερμανικού Στρατού στη Γαλλία, είχε προσδιορίσει τους ομήρους ως «κατοίκους μιας χώρας που εγγυώνται με τη ζωή τους την άψογη συμπεριφορά του πληθυσμού. Η ευθύνη για την τύχη τους βρίσκεται λοιπόν στα χέρια των συμπατριωτών τους. Επομένως, ο πληθυσμός πρέπει ν’ απειλείται δημόσια, πως οι όμηροι θα θεωρηθούν υπεύθυνοι για τις εχθρικές ενέργειες μεμονωμένων ατόμων».
Η ευθύνη των αθώων για αδικήματα που διέπραξαν άλλοι, ήταν η επίσημη πολιτική και στάση των αρχών κατοχής, οι οποίες προσπάθησαν να υλοποιήσουν την πραγματοποίηση αυτών των απειλών. «Οι απειλές που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν», ανέφερε η διαταγή, «εκλαμβάνονται ως αδυναμία». Αυτό το δόγμα, πήρε τη μέγιστη επίσημη έγκριση το Σεπτέμβριο του 1941, με την έκδοση μιας Γενικής Διαταγής που έφερε την υπογραφή του Κάιτελ. Συνέχισε να ισχύει σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και απευθυνόταν στους Γερμανούς στρατιωτικούς διοικητές στη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Νορβηγία, την Ολλανδία, τη Δανία, την Ουκρανία, τη Σερβία, τη Θεσσαλονίκη, την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη, οι οποίες βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή.
Σε εφαρμογή της στη Ρωσία, διέταξε να θανατώνονται 50 με 100 κομμουνιστές για κάθε Γερμανό που σκοτώνεται. Η διαταγή αυτή επικυρώθηκε μέσα στον ίδιο μήνα (Σεπτέμβριο 1941) και στη συνέχεια την υιοθέτησε και ο Στίλπναγκελ, στην περίφημη διαταγή του, που έμεινε γνωστή στη Γαλλία ως «Κώδικας Ομήρων». Η διαταγή αυτή είναι πολύ σημαντική, καθώς αποκαλύπτει ξεκάθαρα τη στάση της γερμανικής στρατιωτικής ηγεσίας στη Γαλλία, έναντι της πολιτικής τής ομηρίας.
Λόρδος Ράσελ του Λίβερπουλ, «Η μάστιγα του ναζισμού», εκδόσεις Ιωλκός, σελ. 118-119.