8/8/1827: Φεύγει από τη ζωή ο Τζορτζ Κάνιγκ, η στάση του οποίου ως υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας, βοήθησε την εξέλιξη της ελληνικής επανάστασης.
***
Το Συνέδριο της Βερόνας, που ακολούθησε (8 Οκτωβρίου-2 Δεκεμβρίου 1822), αποδοκίμασε μεν την Επανάσταση και δε δέχθηκε τους Έλληνες εκπροσώπους (τους σταμάτησαν οι παπικές αρχές στην Ανκόνα), αλλά δεν έλαβε απόφαση επέμβασης όπως έπραξε στην περίπτωση της Ισπανίας. Οι όροι ικανοποίησης της Ρωσίας, όπως τέθηκαν, ήταν μετριοπαθείς και έδιναν την ευκαιρία στην Πύλη να κλείσει αυτό το επικίνδυνο μέτωπο: α) δήλωση της Πύλης για έναρξη διαπραγματεύσεων με τις Δυνάμεις σχετικά με τις εγγυήσεις που θα δίνονταν στους Έλληνες ή έμπρακτες αποδείξεις σεβασμού της χριστιανικής θρησκείας και του ειρηνικού καθεστώτος στην Ελλάδα, β) δήλωση για εκκένωση των ηγεμονιών και διορισμό νέων οσποδάρων και γ) ανάκληση των μέτρων εναντίον της ξένης ναυτιλίας και ελεύθερος διάπλους Στενών. Ο σουλτάνος φαινόταν διστακτικός. Σύντομα η απροσδόκητη μεταβολή που σημειώθηκε στο αγγλικό υπουργείο Εξωτερικών (το οποίο ανέλαβε ο θεωρούμενος φιλέλληνας Τζορτζ Κάνιγκ, μετά την αυτοκτονία του Κάστλερι στις 12 Αυγούστου 1822) προσέδωσε νέο ενδιαφέρον στο ελληνικό ζήτημα.
Ο Κάστλερι είχε ήδη εκφράσει στον Ουέλιγκτον τη γνώμη ότι σε μία ντε φάκτο ελληνική κυβέρνηση θα ήταν δύσκολο να αρνηθεί κανείς στοιχειώδη προνόμια του εμπολέμου. Ο Ουέλιγκτον αποφάσισε να μεσολαβήσει στην Πύλη ζητώντας γενική αμνηστία για τους επαναστάτες. Αν η Πύλη αρνούνταν, δε θα έμενε παρά η υποστήριξη ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους, χωρίς όμως να αναλάβει η Αγγλία υποχρεώσεις ή ρόλο εγγυήτριας. Ο Κάνιγκ, παρά τη φήμη φιλέλληνα, αρχικά ευνόησε την κατάπνιξη της Επανάστασης και ακύρωσε τα σχέδια Ουέλιγκτον. Όμως, οι ελληνικές επιτυχίες, η φιλελληνική κίνηση και κυρίως μια ιδέα που κέρδιζε συνεχώς έδαφος, για ένα αγγλικό προπύργιο στην Ανατολική Μεσόγειο, άλλαξαν τη στάση του. Το Λονδίνο άρχισε να σκέπτεται, την κρίσιμη εκείνη ώρα, τη σκοπιμότητα ενός ελληνικού κράτους που θα εδραίωνε την αγγλική επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο, πέραν της τουρκικής ακεραιότητας, και με ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.
Κώστας Χατζηαντωνίου, «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας», εκδόσεις Ιωλκός, σελ. 72-73.