Μαβίλης, Λορέντζος

28/11/1912: Χάνει τη ζωή του ο ποιητής και πολιτικός Λορέντζος Μαβίλης κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, όπου συμμετέχει ως εθελοντής στα χαρακώματα  ̶  αν και βουλευτής.

***

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ιστορικό μυθιστόρημα «Δεν έχω τίποτα άλλο να πω…» αποτυπώνει και ζωντανεύει κάποιες κρίσιμες εποχές της ιστορίας του τόπου μας και βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά και γεγονότα. Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι πρόσωπα υπαρκτά, όπως και τα περισσότερα από τα πρόσωπα που μετέχουν στην εξέλιξή του. Κεντρικός ήρωας είναι ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, ο ποιητής που με την ταραχώδη ζωή, τον ιπποτισμό, τη φιλοπατρία, την αγάπη του για την περιπέτεια, τον έρωτα και τη φλόγα της προσφοράς για την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών του ελληνισμού άφησε έντονα τα σημάδια του στην ιστορική πορεία του τόπου. Επίσης, κορυφαίο ρόλο σ’ αυτό το μυθιστόρημα διαδραματίζουν τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα εκείνης της ταραγμένης και μεταβατικής περιόδου. Κυρίαρχο πρόσωπο αυτής της εποχής ήταν ο θεμελιωτής της σύγχρονης Ελλάδας, ο Χαρίλαος Τρικούπης. Γιος του πρώτου πρωθυπουργού και ιστορικού της επανάστασης του 1821 Σπυρίδωνος Τρικούπη, ανατράφηκε με ιδιαίτερη φροντίδα και πνευματική άνεση. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως ο Χαρίλαος Τρικούπης, υπήρξε ο μοναδικός κοσμοπολίτης πολιτικός της εποχής του. Η Ελλάδα στο πρόσωπό του βρήκε έναν πολιτικό με ευρωπαϊκές αντιλήψεις και σύγχρονο τρόπο σκέψης. Ο δυναμικός χαρακτήρας του, η εργατικότητα, η ευστροφία και κυρίως οι γνώσεις του, τον βοήθησαν στα τέλη του 19ου αιώνα, να γίνει ο ηγέτης που θα έβγαζε την Ελλάδα από τη νοοτροπία και τις αντιλήψεις μιας οθωμανικής επαρχίας […].

Σ’ αυτές τις καθοριστικές στιγμές έφτασε στην Αθήνα, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος. Ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Ο Κερκυραίος ποιητής, που μετά από λαμπρές σπουδές στη Γερμανία, γύρισε μετά από δώδεκα χρόνια απουσίας στην πατρίδα. Ο Μαβίλης ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Μια ξεχωριστή ρομαντική προσωπικότητα, γεμάτη φαντασία και φιλοπατρία.

Στα χρόνια των σπουδών του, θυμόταν με λεπτομέρειες τη μεγάλη φιλία του πατέρα του με τον Τρικούπη κι ένιωθε θαυμασμό γι’ αυτόν. Στη Γερμανία μάθαινε και διάβαζε καθετί σχετικό με την πολιτική δράση του Χαρίλαου Τρικούπη που έμοιαζε σαν Άγγλος λόρδος και που τάραζε τα λιμνάζοντα νερά της μίζερης ελληνικής πραγματικότητας. Οι δύο άντρες είχαν πολλά κοινά. Οι πορείες τους και η στάση της ζωής τους, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, είχαν αρκετές ομοιότητες. Ο Μαβίλης το καταλάβαινε αυτό, περισσότερο από ένστικτο και λιγότερο από γνώση. Αργότερα, τα γεγονότα και η ζωή του επιβεβαίωσαν αυτήν την αίσθησή του.

Όταν τον συνάντησε και μίλησε μαζί του, η εκτίμηση που ένιωθε για τον πρωθυπουργό μεγάλωσε και έγινε πίστη και απεριόριστος σεβασμός. Αλλά και ο Τρικούπης εντυπωσιάστηκε από το νεαρό Μαβίλη. Οι εξαιρετικές σπουδές του, ο ευθύς χαρακτήρας του, το πλήθος των προσόντων του και η τιμιότητα που απέπνεε με τη συμπεριφορά του, τον έκαναν αμέσως συμπαθή στον πρωθυπουργό. Η εκτίμησή του επιβεβαιώθηκε και δικαιώθηκε, μετά από την άρνηση του Μαβίλη να δεχτεί μια εξέχουσα θέση, αντάξια των προσόντων του. Ο Λορέντζος τον ευχαρίστησε ευγενικά και απάντησε στον πρωθυπουργό. «Αν καταφέρω κάτι στη ζωή μου, αυτό θέλω να οφείλεται στις δικές μου δυνάμεις. Αυτός είναι ο στόχος μου. Θέλω, όμως, να βοηθήσω την εθνική σας προσπάθεια. Ίσως, αν εσείς με κρίνετε κατάλληλο, θα μπορούσα να βάλω υποψηφιότητα βουλευτού Κερκύρας στο πλευρό σας. Είναι όμως πρόωρο ακόμη. Θέλω να προσαρμοστώ μετά από τόσα χρόνια απουσίας. Ήρθα στον τόπο μου, αλλά νιώθω πως πρέπει να συνηθίσω και να γνωρίσω πολλά».
Ο Τρικούπης τον έπιασε από τους ώμους και του είπε χαμογελώντας: «Φίλε μου, εκλογές στον τόπο μας γίνονται για ψύλλου πήδημα. Σπάνια μια κυβέρνηση συμπληρώνει έναν ολόκληρο χρόνο στην εξουσία. Θα έχεις, λοιπόν, σύντομα την ευκαιρία να δοκιμάσεις».

Ο Λορέντζος Μαβίλης, μετά από αυτήν τη συνάντηση, την καθοριστική για την πορεία του στην πατρίδα, γύρισε στον τόπο του, την Κέρκυρα. Ήθελε να βρει το δρόμο του, να οραματιστεί το μέλλον. Η Ποίηση έγινε σκοπός ζωής γι’ αυτόν και η φιλοπατρία ήταν το όραμα που ήθελε να κάνει πραγματικότητα ακόμα κι αν θυσίαζε τη ζωή του. Δε λογάριασε ποτέ τη βολεμένη ζωή, έστω κι αν είχε όλα τα οικονομικά και κοινωνικά στοιχεία για να την απολαύσει. Η έντονη προσωπικότητά του και ο πλούτος των γνώσεών του, μπορούσαν να του ανοίξουν κάθε δρόμο και προοπτική επιστημονικής επιτυχίας. Τίποτα από όλα αυτά δεν ακολούθησε. Η μοίρα άλλα του είχε γράψει.
Όταν πέθανε ο Τρικούπης, έκλαψε όσο λίγοι το θάνατό του και ένιωσε αγανάκτηση για την επίσημη ταπεινωτική μεταχείριση του μεγάλου άντρα, ακόμα και ως νεκρού. Για κάποιο λόγο, που ούτε ο ίδιος μπορούσε να εξηγήσει, είχε καρφωθεί στη σκέψη του μια ιδέα. Πίστευε πως είχε υποχρέωση να συνεχίσει με το δικό του τρόπο, το δρόμο της προσφοράς του σπουδαίου Μεσολογγίτη πολιτικού.

Το 1896 ξεκίνησε φλογισμένο, φορτισμένο από εθνικό πυρετό. Το πάθος για την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Κρήτης, είχε αποκτήσει μια πρωτόγνωρη δυναμική στις ψυχές των Ελλήνων. Έτσι, το 1896 βρέθηκε στα βουνά της Κρήτης πολεμώντας για την απελευθέρωση του νησιού από τους Τούρκους. Τον άλλο χρόνο το 1897, βρέθηκε πάλι να αγωνίζεται ως εθελοντής στην Ήπειρο. Μάλιστα, με δική του δαπάνη είχε συγκροτήσει ένα εκστρατευτικό στρατιωτικό τμήμα, αποτελούμενο από εξήντα Κερκυραίους μαχητές. Στις μάχες που ακολούθησαν, ο ποιητής τραυματίστηκε στο χέρι. Μετά την Ήπειρο ακολούθησε το δράμα του ελληνοτουρκικού πολέμου και η ταπεινωτική ήττα στη Θεσσαλία που έμεινε στην ιστορία ως εθνική τραγωδία του 1897.

Η τραγική και ταπεινωτική συντριβή των εθνικών ονείρων συγκλόνισαν τον ποιητή. Ο Μαβίλης βαθιά απογοητευμένος, αποτραβήχτηκε στο νησί του. Ασχολήθηκε έντονα με την πνευματική ζωή και την ποιητική δημιουργία. Δεν έπαψε, όμως, να παρακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις στον τόπο με τη λαχτάρα στην ψυχή του να σημάνει ξανά η ώρα της εθνικής ανόδου. Όπως θα περίμενε κανείς απ’ αυτόν το φλογερό άνθρωπο, η επανάσταση του συνταγματάρχη Ζορμπά το 1909 μίλησε στην ψυχή του σαν ελπιδοφόρο μήνυμα εθνικής ανάτασης. Στη συνέχεια, η άνοδος του Ελευθέριου Βενιζέλου στην εξουσία, τον συνεπήρε κυριολεκτικά. Άρχισε πάλι να ελπίζει και να κάνει όνειρα για τη σωτηρία του τόπου και για εθνικές επιτυχίες. Έτσι, στις εκλογές που ακολούθησαν το 1910, έβαλε υποψηφιότητα με το κόμμα των Φιλελευθέρων κι εκλέχθηκε βουλευτής Κερκύρας. Στην αναθεωρητική βουλή αυτής της περιόδου και στις συζητήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος, η συμβολή στην υποστήριξη της δημοτικής γλώσσας υπήρξε εντυπωσιακή κα παρέμεινε ιστορική. Χαρακτηριστικά, όταν κάποιος βουλευτής της αντιπολίτευσης χαρακτήρισε τη δημοτική ως γλώσσα χυδαία, ο Μαβίλης του απάντησε: «Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, αλλά χυδαίοι άνθρωποι».

Η πορεία του, όμως, στην πολιτική τερματίστηκε πρόωρα. Ο άκαμπτος, ευθύς κι ανυποχώρητος χαρακτήρας του δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί με το κλίμα της μικροπολιτικής που επικρατούσε και ιδιαίτερα του πολιτικού καρκινώματος που έχει τη διαχρονική ονομασία: ρουσφέτι. Έτσι, στις επόμενες εκλογές απέτυχε να εκλεγεί.

Ο Μαβίλης ήταν ένας προικισμένος ποιητής, αλλά και άνθρωπος με σπάνια χαρακτηριστικά. Η μετριοφροσύνη αποτελούσε κυρίαρχο στοιχείο στη συμπεριφορά του. Αυτός ο πανύψηλος, ξανθός και σωματώδης άντρας με τη βροντώδη φωνή, είχε μόνιμη σχέση με την ανωτερότητα. Ενώ ήταν ένας πραγματικός μάστορας της ποίησης και μάλιστα στο πολύ δύσκολο είδος, στο σονέτο, δεν εξέδωσε ποτέ όσο ζούσε καμιά ποιητική συλλογή του. Τρία χρόνια μετά τον τραγικό θάνατό του, το 1915, ο φίλος του Κωνσταντίνος Θεοτόκης, κυκλοφόρησε τα άπαντα του Μαβίλη στην Αλεξάνδρεια. Ο Ξενόπουλος παρατήρησε εύστοχα για το Μαβίλη: «Στάθηκε ένας από τους σπάνιους εκείνους ποιητές, που το καλύτερό τους ποίημα, είναι η ίδια η ζωή τους». Πραγματικά, χωρίς αμφιβολία η ζωή του Μαβίλη ήταν ένα συναρπαστικό ποίημα και το τέλος αυτής της συναρπαστικής ζωής το 1912, στο Βαλκανικό Πόλεμο στα βουνά της Ηπείρου, δικαιώνει απόλυτα τη διαπίστωση του Ξενόπουλου. Σε ηλικία πενήντα τριών χρονών, φόρεσε τον κόκκινο χιτώνα των εθελοντών Γαριβαλδινών. Αποχαιρέτησε τη γυναίκα που αγαπούσε, την ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, τη γνωστή με το ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα και πήγε να προσφέρει τη ζωή του, θυσία στην εκπλήρωση του οράματός του.

Ο μύθος του μυθιστορήματος και τα φανταστικά πρόσωπα που πλαισιώνουν τους υπαρκτούς ήρωές του, δε διαταράσσουν, δε συσκοτίζουν και δεν αλλοιώνουν την ιστορική αλήθεια· το αντίθετο μάλιστα. Τη στηρίζουν και την υπηρετούν με συνέπεια και σεβασμό.

Το ιστορικό μυθιστόρημα αποτελεί ένα δύσκολο και επίπονο λογοτεχνικό εγχείρημα. Στην εξέλιξή του η προσέγγιση της ιστορίας πρέπει να γίνεται με σεβασμό και ακρίβεια. Παράλληλα, η δράση των ηρώων του πρέπει να διαδραματίζεται μέσα στο ιστορικό πλαίσιο. Στο μυθιστόρημα αυτό οι φανταστικοί ήρωες είναι ελάχιστοι. Τα πραγματικά ιστορικά πρόσωπα, η ζωή τους, η δράση τους και τα δραματικά γεγονότα, πρόσφεραν πλούσια μυθιστορηματικά στοιχεία. Σ’ αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα κυριαρχούν οι άνθρωποι. Πρωταγωνιστούν οι ζωές. Πραγματικές ζωές, που μοιάζουν σαν να βγαίνουν από τις σελίδες ενός συγκλονιστικού μυθιστορήματος.

Γιώργος Καπράνος, «Δεν έχω τίποτα άλλο να πω…», εκδόσεις Ιωλκός, 2012, σελ. 7-15.

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.