11/10/1963: Έφυγε από τη ζωή ο Ζαν Κοκτό.
«Η χειρότερη τραγωδία για έναν ποιητή είναι να τον θαυμάζουν επειδή δεν τον καταλαβαίνουν».
«Ανθολόγιο Ιδεών» (επιμ.: Ι. Ευαγγέλου, Μ. Κώνστα), εκδόσεις Ιωλκός, σελ. 257.
***
Ζαν Κοκτό
Γεννήθηκε στο Μαιζόν-Λαφίτ, κοντά στο Παρίσι, το 1889 και πέθανε στο Μιλί-λα-Φορέ, κοντά στο Παρίσι, το 1963 σε ηλικία 74 ετών. Ήταν γιος εύπορου Παριζιάνου συμβολαιογράφου και μορφώθηκε στο Λύκειο Κοντορσέ.
Το ίδιο παρατηρείται και στα μυθιστορήματά του, όπως για παράδειγμα στο «Θωμά τον απατεώνα» (Thomas l’ imposteur, 1923), και στα «Τρομερά παιδιά» (Les Enfants terribles, 1929). Όλο το έργο του, ακόμα και τα φιλοσοφικά και κριτικά του δοκίμια, διαπνέεται από ένα αίσθημα παιδικής αφέλειας μαζί με μια αγωνία αναζήτησης.
Στο θέατρο άρχισε την καριέρα του το 1923 με τους «Νεόνυμφους του Πύργου του Άιφελ» (Les Mariés de la Tour Eiffel), με μια τάση φυγής από το στυλ του ρεαλισμού που επικρατούσε και ανάπτυξης της αξίας του αυτοσκοπού στη θεατρική τέχνη. Στη συνέχεια με τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» (1924), τον «Ορφέα» (1927), την «Αντιγόνη» και άλλα, κηρύσσεται υπέρ των νεωτεριστικών ιδεών, συνεργάζεται με Γάλλους της πρωτοπορίας κι εμφανίζεται διαδοχικά ως φουτουριστής, σουρεαλιστής, κυβιστής ή ντανταϊστής.
Επηρεασμένος από το σουρεαλιστικό κίνημα και τους πρωτοπόρους της αφηρημένης τέχνης στη ζωγραφική και τη γλυπτική, ο Κοκτό πειραματίζεται και μεταφέρει τις τάσεις αυτές της εποχής του και στο θέατρο, όπως στην «Παρέλαση» (Parade, 1917) σε σκηνικά Πικάσο και μουσική του Ερίκ Σατί (Satie) και «Το Βόδι πάνω στη Στέγη» (Le Boeuf sur le Toit, 1920) σε σκηνικά Ντυφύ και μουσική του Νταριούς Μιλώ (Milhaud).
Ο Ζαν Κοκτό πέθανε στις 11 Οκτωβρίου του 1963, μία ημέρα μετά την Εντίθ Πιάφ. Αυτός και η Πιάφ, σε ένα από τα περίεργα παιχνίδια της μοίρας, διασταυρώθηκαν το 1940 όταν η Πιάφ ερμήνευσε αλησμόνητα τον Ωραίο αδιάφθορο, που ο Κοκτό είχε γράψει ειδικά για εκείνη.
Πηγή: Popaganda